Ξεχασμένη από τη ζωή, η Λουιζιάνα, βουτηγμένη στα ψέματα που την έχουν κατακλύσει, θα δει τον πατέρα της να καταδικάζεται σε φυλάκιση, μετά από το δίλημμα αν θα παρευρεθεί ή όχι στο δικαστήριο. Και θα το κάνει γιατί η συνείδηση της δεν την αφήνει σε...
Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.
Ντέιβιντ
Περπατούσα πέρα δώθε στο γραφείο μου μήπως το άγχος κι η ανυπομονησία χαθούν. Αλλά τίποτα! Κανένα τηλέφωνο, κανένα σημάδι! Ένα απόλυτο και απογοητευτικό κενό. Δεν ήξερα πως να αντιδράσω, πέρασαν τρεις ολόκληρες εβδομάδες από τότε που μιλήσαμε. Ένιωθα σαν ένα μωρό που θέλει απαραίτητα τα παιχνίδια του. Τις τελευταίες μέρες είχα απελπιστεί ιδιαίτερα, κοιτούσα συνέχεια το φάκελο με την υπόθεση και τα στοιχεία της. Ήθελα να την δω. Σαν να έτρεφα αισθήματα για αυτήν. Είναι δυνατόν;
Πριν προλάβω να τερματίσω τη διαδρομή που έκανα ώρα τώρα, η πόρτα άνοιξε και σταμάτησα απότομα. Στάθηκε για λίγο στην πόρτα ο Ζάκι κι ύστερα κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο γραφείο.
«Φαίνεσαι αγχωμένος, τρέχει κάτι;» με κοίταξε εξεταστικά και πριν προλάβω να κουνηθώ τα μάτια του έπεσαν στον φάκελο.
«Δεν καταλαβαίνω, αυτή η υπόθεση έχει καιρό...» μουρμούρισε. Διάβαζε κάθε αράδα μέχρι που σταμάτησε και με κοίταξε.
«Τι συμβαίνει με αυτήν Ντέιβ; Για αυτήν έχασες τη δίκη;» με ρώτησε ευθέως. Δεν συνήθιζα ούτε να χάνω τα λόγια μου όπως τώρα, ούτε να έχω άγχος, ούτε να περιμένω τηλεφώνημα από μια κοπέλα λες και πρόκειται για το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο.
«Το μόνο που συμβαίνει είναι ότι χρειάζομαι κάποια στοιχεία ακόμα για την κηδεμονία της» του απάντησα και κάθισα στην δερμάτινη καρέκλα. Δεν ήταν και ψέμα, απλώς δεν ήταν ανάγκη να ξέρει όλη την αλήθεια.
«Καλά» δεν φάνηκε να πείθεται όμως άλλαξε τελείως θέμα. Ό,τι κι αν μου έλεγε το μυαλό μου είχε κολλήσει. Φοβόμουν περισσότερο από ποτέ τον εαυτό μου...
Λουιζιάνα
Το ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να λύσω αυτήν την άσκηση. Δεν ξέρω τι με έπιασε να τη λύσω. Σηκώθηκα νευριασμένη από την καρέκλα, τσαλάκωσα το χαρτί και το πέταξα στον κάδο. Δεν ήμουν καλή με τα μαθηματικά, το ήξερα! Όμως γνώριζα ότι τα νεύρα δεν ήταν επειδή δεν μπορούσα να λύσω την άσκηση. Περίμενα να δω αυτόν, δε ξέρω ακριβώς τι περίμενα αφού την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε μου είπε να τον πάρω τηλέφωνο εγώ όταν θέλω. Και ήθελα, αλλά φοβόμουν να ακούσω τη φωνή του αν και ήθελα πολύ να τον ακούσω, να τον δω. Κατάλαβα πως μου άρεζε πολύ, δεν το έκρυβα από τον εαυτό μου, παρόλα αυτά προσπαθούσα να κάνω σαν να μη συμβαίνει. Αυτό που με βασάνιζε περισσότερο ήταν η σκέψη μήπως και δεν τον ξαναδώ. Ζήτησα άλλη μια κόλλα χαρτί από την καθηγήτρια και προσπάθησα ξανά να λύσω την άσκηση. Κάποιες φορές οι ώρες κυλούσαν σαν νερό και άλλες σαν να κουβαλούν χιλιάδες βαριά πράγματα. Αναρωτιόμουν αν το βράδυ θα περάσει από το εστιατόριο για να τον δω. Να πάρω την ανάμνηση του ακόμα μια φορά. Ίσως αν ήταν ευνοϊκές οι συνθήκες να μιλούσαμε κιόλας. Θα πρέπει να φοράει πάλι κοστούμι και να σε μαγεύει με τα μάτια του. Στη σκέψη αυτή χαμογέλασα πλατιά κι αμέσως γύρισα να κοιτάξω την καθηγήτρια που με κοιτούσε εξεταστικά. Κατέβασα το κεφάλι μου στο τεστ και παραιτήθηκα από τις ασκήσεις σύντομα, αφήνοντας τον εαυτό μου να φανταστεί την επόμενη συνάντηση μας.