Μέρος 2ο

107 7 12
                                    

Το πρωί ξύπνησα από μια ανακατεμένη μυρωδιά καφέ και τσιγάρου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι με τα χίλια ζόρια. Δεν είχα κοιμηθεί καλά, στην μέση της νύχτας είχα ξυπνήσει εξαιτίας ενός εφιάλτη και μετά άργησε να με ξαναπάρει ο ύπνος. Δεν θυμάμαι καν τι είδα και τρόμαξα τόσο πολύ. Αυτό που ήξερα ήταν ότι αισθανόμουν ακόμα κουρασμένη. Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα και είδα τον Τόμμυ να κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι και να καπνίζει διαβάζοντας μια εφημερίδα. Χθεσινή πρέπει να ήταν.

"Σε έπιασε ο πόνος για τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα;" τον ρώτησα διατηρώντας την ίδια έκφραση στο πρόσωπο μου.

"Καλημέρα λέει ο κόσμος" μου απάντησε κοφτά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. Κοίταξα το ρολόι στο δεξί μου χέρι. "10.14". Είχε περάσει η ώρα αλλά νύσταζα ακόμα. Χασμουρήθηκα και μουρμούρησα καλημέρα.

Ο Τόμμυ δεν φάνηκε να αντιδράει και έτσι τράβηξα μια καρέκλα και έπεσα κουρασμένα πάνω της. Αναστέναξα δυνατά κοιτώντας τον ρολόι στον τοίχο απέναντι μου. Ο λεπτός δείκτης κουνιόταν συνεχόμενα, όλο έπεφτε και όλο ανέβαινε σαν να πολεμούσε την βαρύτητα. Σαν να έχανε για τριάντα δευτερόλεπτα και στα επόμενα τριάντα να κέρδιζε. Και μετά πάλι από την αρχή. Λες και ο χρόνος κυλούσε μόνο και μόνο επειδή οι δείκτες του ρολογιού της κουζίνας μου ήταν σε κίνηση. Το θεωρούσα αλήθεια αυτό. Ο χρόνος υπήρχε επειδή εμείς τον φτιάξαμε. Πίστευα ότι χωρίς ρολόγια και ημερολόγια η ζωή θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. "Εσύ τα λες αυτά, που δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς ρολόι στον καρπό σου" σκέφτηκα γελώντας με τον εαυτό μου. Ο Τόμμυ σήκωσε επιτέλους τα μάτια του από την εφημερίδα.

"Γιατί γελάς;" με ρώτησε.

"Τίποτα, κάτι σκέφτηκα". Κλισέ απάντηση.

"Εσύ γιατί είσαι έτσι; Πώς κοιμήθηκες;" Αποφάσισα να αλλάξω θέμα.

"Μια χαρά" είπε χαμηλόφωνα και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του.

"Ε λοιπόν είσαι ο πρώτος άνθρωπος που ξέρω, που κοιμάται μια χαρά σε καναπέ. Εκτός από μένα βέβαια." Συμπλήρωσα κάπως περήφανη για την ικανότητα μου να κοιμάμαι όπου βρω χωρίς πρόβλημα.

"Ναι, είδες;" απάντησε πάλι ξερά.

"Πω καλά άμα δεν έχεις όρεξη φεύγω" αντέδρασα ενοχλημένα. Ο Τόμμυ είχε ακόμα αυτήν την έκφραση αδιαφορίας, κάτι που με εκνεύριζε. Έτσι σηκώθηκα, έβαλα λίγο καφέ σε ένα ποτήρι και πήγα να κάτσω στο σαλόνι. "Τι σκατά έπαθε πάλι πρωινιάτικα;" αναρωτήθηκα και κάθισα οκλαδόν στον καναπέ. Τύλιξα την κουβέρτα γύρω μου. Είχε την μυρωδιά του Τόμμυ. Δερμάτινο και καπνός. Ρούφηξα λίγο από τον καφέ μου και συνέχισα να μυρίζω την κουβέρτα σαν ναρκομανής που παίρνει την δόση του, παρατηρώντας τον χώρο γύρω μου. Στο αριστερό μπράτσο του καναπέ υπήρχε το μαύρο δερμάτινο τζάκετ του Τόμμυ και στο πάτωμα τα παπούτσια του. Θυμάμαι να του τα βγάζω την προηγούμενη νύχτα αλλά μάλλον έβγαλε μόνος του το τζάκετ. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι ξύπνησε κάποια στιγμή μέσα στην νύχτα. Ίσως δεν κοιμήθηκε και τόσο "μια χαρά". Αλλά δεν ήθελε να μου μιλήσει γι'αυτό. Ούτε εγώ του είπα για τον εφιάλτη μου αφού δεν με ρώτησε καν πως κοιμήθηκα. Βέβαια αυτό ήταν κάπως παράξενο. "Ωραία ξεκινήσαμε την μέρα μας" είπα νομίζοντας ότι ψιθύριζα αλλά τελικά μάλλον έκανα λάθος. Άκουσα τον Τόμμυ να αφήνει την εφημερίδα στο τραπέζι και έπειτα να σέρνει απότομα την καρέκλα του για να σηκωθεί. Τον είδα να βγαίνει από την κουζίνα και να με κοιτάει νευρικά.

Chaotic MindHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin