Την επόμενη κιόλας μέρα, το νοικιασμένο πλεούμενο έσκιζε τα νερά της λιμνοθάλασσας την Βενετίας, με το κορίτσι να κρατάει με το ένα του χέρι την καλογυαλισμένη κουπαστή, ενώ τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της χάιδευαν απαλά τα καταπράσινα φύλλα της γλάστρας που κρατούσε μαζί της.
Ο άντρας στάθηκε δίπλα της κοιτώντας το χαμένο στο ορίζοντα βλέμμα της και τα ακροδάχτυλα της που άρχιζαν να πιέζουν ελαφρώς τα πορφυρά ρόδα.
''Γιατί ήθελες να πάρεις γλάστρα αντί για ένα απλό μπουκέτο;''
Κούνησε απαλά τους ώμους της, χωρίς να του απαντήσει. Πραγματικά, αμφέβαλε αν τον είχε ακούσει.
''Πόσο καιρό μένει εκεί;''
''από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μετακόμισε εκεί όταν ήμουν μικρή.''
''Θυμάσαι μου ακριβώς;''
''Δεν θα μπορούσα να ξεχάσω. Μια μικρή οικία, χωρίς κάτι ιδιαίτερο να την στολίζει. Ξέρεις, μετακόμισε ξαφνικά. ''
''Θα μπορούσε να αλλάξει σπίτι.''
''Δεν μπορούσε. Κανείς σε αυτό το νησί δεν μπορεί.''
Ο άντρας την κοίταξε αινιγματικά.
''Πως λέγεται αυτό το νησί είπες;''
''san Michele''
Το αγόρι κοίταζε τα ψιλά τοίχοι όπου περιτριγύριζαν το νησί προσπαθώντας να εντοπίσει και το παραμικρό κτήριο από το μικρό νησάκι. Το καμπαναριό μιας εκκλησίας έπαιζε τον δικό του ξεχωριστό ρόλο, διακοσμώντας έστω και στο ελάχιστο αυτό το καταθλιπτικό μέρος, ενώ τα έντονα πράσινα φυλλώματα των πανύψηλων δέντρων έδιναν ένα ελάχιστα πιο χαρούμενο τόνο στο μουντό αυτό νησάκι.
Ο άντρας είπε κάτι στα Ιταλικά την στιγμή όπου βγήκε έξω από την καμπίνα, με το κορίτσι να τον ευχαριστεί πρόσχαρα. Το πλεούμενο σταμάτησε, με τον γεροδεμένο Ιταλό να πετάει ένα σκοινί γύρο από κάτι παλούκια μέσα στην θάλασσα, σταθεροποιώντας έτσι το πλοίο.
Το κορίτσι κατέβηκε από το κατάστρωμα, με τα πόδια της να βουτάνε μέσα στο πλημυρισμένο, πλακόστρωτο λιμανάκι. Το αγόρι κατέβηκε και αυτό, ακλουθώντας την μέσα στην εκκλησία. Θα ορκιζόταν ότι ήταν εγκαταλελειμμένη.
Προχωρούσε μαζί της, με την ίδια απλά τα κοιτάζει το μικρό γλαστράκι με τα κατακόκκινα ρόδα. Την ακολουθούσε ενώ περνούσε δίπλα από την εκκλησία, μπαίνοντας μέσα σε ένα πλακόστρωτο, μικρό δρομάκι, βγαίνοντας σε έναν τεράστιο, περιτριγυρισμένο με τοίχοι, κήπο. Ο άντρας κοίταξε το κορίτσι, με το βλέμμα της καρφωμένο στα βότσαλα από κάτω τους, παρατηρώντας που και που τα αγάλματα όπου κοσμούσαν τα τοίχοι με ηγετικές προσωπικότητες της Ιταλίας.

YOU ARE READING
Kill Me Softly
RomanceΑυτή ήταν ένας άγγελος που ξέπεσε από τους ουρανούς. Αυτός ηταν ένας δαίμονας που ξεπήδησε από την κόλαση. Κάποιος από τους δύο έπρεπε να πεθάνει. Κανένας δεν ήταν διαθετημένος να το κάνει.