Κεφάλαιο 6

68 16 5
                                    

Σήμερα είναι το τελευταίο μου φεγγάρι. Δεν έχω την δύναμη να να τα παρατήσω. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Κρίμα δεν είναι να φύγω απόψε που η νύχτα είναι τόσο όμορφη; Φτάνει στο αποκορύφωμά της.

Και τότε με παίρνει ο ύπνος. Λυτρωτικος για ότι έχω περάσει. Μου παίρνει τις σκέψεις. Τις κρύβει βαθιά. Και με αφήνει να νομίζω ότι όλα είναι όνειρο.
"... Περπατάμε για το παρκάκι. Έχουμε ένα αγαπημένο παγκάκι και σήμερα σκεφτόμαστε να γράψουμε τα ονόματα μας.
《Natalie σίγουρα πήρες όσα είπαμε》
《Για χιλιοστή φορά ναι》λέει θυμωμένα και προσθέτει στο καπάκι,
《Δεν μου έχεις καθόλου εμπιστοσύνη;》
《Όχι όχι. Απλά δεν θέλω να ξαναγυρίσουμε σε εκείνο τα μαγαζί. Ο τύπος πως δεν μας έδιωξε με τις κλωτσιές》
《Τα έχω όλα, είμαι σίγουρη》και περπατάει νιαζαρικα κάνοντας γκριμάτσες.

Είναι τοσοοοο τρελή. Ώρες ώρες την ζηλεύω.
Ξέρει πραγματικά πως να ζει την ζωή και δεν στεναχωριέται για τίποτα. Είναι χαζοχαρούμενο με την πραγματική έννοια της λέξης.

Και τότε με ένα ενοχικό βλέμμα με κοιτάζει και περιμένει να την ρωτήσω.
《Τι τρέχει;》της λέω και φοβάται να απαντήσει.
《Ξέχασα τα γάντια και τις κουκούλες》μου λέει και μου έρχεται να την σκοτώσω.
《Αμάν ρε Natalie. Δύο πράγματα είχες να κάνεις και αυτά τα ξέχασες》της λέω πολύ απότομα και αμέσως μετανιώνω που το έκανα.

Τότε την βλέπω να ξεσπάει σε κλάματα. Τρέχω αμέσως και την αγκαλιάζω.
《Συγγνώμη》απολογούμαι
《Δεν φταις εσύ. Με εμένα τα έχω. Έιμαι εντελώς ανεύθυνη》λέει και δυσκολεύομαι να καταλάβω τι λέει αφού μιλάει μέσα στους λυγμούς της.
《Σε αγαπάω όπως είσαι》της λέω και σκουπίζω τα δάκρυα από το πρόσωπο της..."

Όταν ξυπνάω γυρνάω γύρω μου για να την βρω ώσπου καταλαβαίνω ότι αυτό που ζω δεν είναι όνειρο. Το φεγγάρι είναι στη μέση του ουρανού και είναι πιο ωραίο από πότε. Είναι πανσέληνος της χαράς και της λύπης. Είναι εδώ για να συμπαρασταθεί σε όλους. Σε αυτούς που χαίρονται και σε αυτούς που λυπούνται.

Τότε βλέπω τους δύο άντρες να κατευθύνονται. Ξεκλειδώνουν την μεγάλη-σαν φυλακής- πόρτα και με σηκώνουν με το ζόρι.
《Τι θα μου κάνετε;》ουρλιάζω κι αυτοί γελούν. Φοβάμαι πολύ.

Με κατευθύνουν σε ένα ακόμα πιο σκοτεινό μέρος που δεν είχα δει ως τώρα. Χωρίς παράθυρα και ούτε καν φωταγωγο. Υπάρχει μόνο μια καρέκλα και ένα σκοινί. Με δένουν στην καρέκλα τόσο σφιχτά που νιώθω το σκοινί να μου κόβει τα χέρια και τα πόδια.

Τότε μπαίνει μέσα ο γκριζομαλλης τύπος που είδα τις προάλλες. Κρατάει στα χέρια του ένα μαστίγιο.
《Πες μας τον κωδικό των αρχείων της εταιρεία σας》 λέει και με χτυπάει δυνατά με το μαστίγιο στα πόδια.

Την εταιρία την είχαν ιδρύσει ο πεταρας μου με τον πατέρα της Natalie. Αφού τώρα ο δικός μου έχει πεθάνει την έχει αναλάβει εκείνος. Δεν είχαμε καμία αντίρρηση αφού μετά το συμβάν με την Natalie έπρεπε να πηγαίνει κάπου να ξεχνιέται.

Η μαμά μου παίρνει κάποιο ποσοστό απο την εταιρία αλλά πολύ μικρό για να ζήσουμε. Έτσι δουλεύει σε ένα μίνι μάρκετ στην γειτονιά μας. Με αυτό ζούμε.

Και τότε θυμάμαι την ερώτηση που μου έκανε ο τύπος.
《Όχι》του απαντάω κοφτά και μου δίνει μια που μου ματώνει το πρόσωπο και η μύτη μου αρχίζει να βγάζει αίμα.
《Ούτε η φιλενάδα σου απαντούσε και ξέρεις που είναι τώρα. Μάντεψε που θα καταλήξεις κι εσύ αν δεν μας πεις》
《Δεν ξερω τους κωδικούς. Αλλά ακόμα και να τους ήξερα δεν θα σου τους έλεγα》του λέω και με υποδέχεται ακόμα μια μαστίγια. Αυτή τη φορά πιο δυνατή. Μου προκάλεσε ρίγος σε όλο το σώμα.
《Θα τους πεις θες δε θες》μου λέει κι αυτή την φορά του γυρίζει το μάτι.

Αρχίζει και με χτυπά παντού. Χωρίς έλεος. Τα πόδια μου έχουν μελανιασει και βγαίνει αίμα από όλες τις πληγές. Αφού ξεσπά πάνω μου βγάζει δυνατούς ήχους που του δίνουν περισσότεροι ώθηση. Τρέμω και σταματάει.

《Τώρα θα πεις;》ξανά λέει και από όσες αντοχές μου έχουν απομείνει αρνουμαι. Τον βλέπω να κοκκινίζει. Βγάζει καπνούς. Όπως και να έχει όμως εγώ δεν πρόκειται να αποκαλύψω τίποτα. Ακόμα κι αν αυτό κοστίσει και την ζωή μου. Δεν πρόκειται να αποκαλύψω τίποτα απο την εταιρία στην οποία ο πατέρας μου έριξε ιδρώτα για να γίνει αυτό που είναι σήμερα.

《Πηγαιντε την στο κελί της》διατάζει τους άλλους δύο άντρες και με τραβάνε κατευθυνοντας με προς τα εκεί. Αφού φτάνουμε έξω από το δωμάτιο μου πετάνε ένα πιάτο που περιέχει κάτι σαν εμετό και με διπλοκλειδωνουν.

Ξαφνικά ακούω έναν θόρυβο και γυρνάω γύρω γύρω για να καταλάβω από που ακούγεται. Εκπλήσσομαι απίστευτα όταν συνειδητοποιώ από που έρχεται.

"Κι Όμως Δεν Είχα Δύναμη"Donde viven las historias. Descúbrelo ahora