Κεφάλαιο 12

398 44 0
                                    


Χαιδεύω τα μπλε μαλλιά της και την παρατηρώ που κοιμάται, σαν άγγελος είναι. Σφίγγει τα μάτια της, ίσως βλέπει κάποιον εφιάλτη. Δεν ξέρω. Οι ανάσες της γίνονται πιο γρήγορες και πετάγεται ουρλιάζοντας να την αφήσει κάτι.

"Ρένα ηρέμησε, τι έγινε;" της λέω και την πιάνω από τα χέρια, τρέμει.

"Φοβάμαι.. φοβάμαι πολύ." ψιθυρίζει και ξεσπάει σε κλάματα.

"Θες να το συζητήσουμε;"

"Όχι." αποκρίνεται και πέφτει στην αγκαλιά μου, γίνεται τόσο αγαθή. Κλείνει σφιχτά τα μάτια της και προσπαθεί να κοιμηθεί. Χαιδεύω τα μαλλιά της και κοιμάται ήσυχα δίπλα μου. 

Τι της συμβαίνει; δεν ανοίγεται γαμώτο. Από τις πολλές σκέψεις με παίρνει ο ύπνος.

*Μεριά Ρένας*

Η ώρα είναι 5 το χάραμα, ευκαιρία να βγω στο μπαλκόνι.  Φτιάχνω μια ζεστή σοκολάτα και κλείνω την κουρτίνα και το τζάμι, θα πουντιάσει. Μπορεί να είναι μαλάκας αλλά νιώθω κάτι για εκείνον. Άσχημος εφιάλτης κάθε φορά, τι να κάνουμε που αυτός ο εφτιάλτης είναι η πραγματικότητα. Ήταν και θα με βασανίζει για πάντα. Βγαίνει ντυμένος έξω και με κοιτάει.

"Γιατί δεν κοιμάσαι;" με ρωτάει.

"Δεν νυστάζω άλλο. Πήγαινε κοιμήσου." τον παροτρύνω, δεν έχω διάθεση για κουβεντούλα.

"Θα κάτσω μαζί σου." αποκρίνεται και σηκώνω τα φρύδια μου.

"Θες καφέ; σοκαλάτα;" γίνομαι ευγενική και με αηδιάζω.

"Σοκολάτα." απαντάει και μπαίνω μέσα, του φτιάχνω μια ζεστή και του την πάω μαζί με μια ζακέτα, που πας παλικάρι μου με τέτοια ψύχρα.

"Φόρα την και πιες το, κάνει κρύο." είμαι πολύ δημοκρατική ώρες ώρες.

"Θες να μου πεις τι είδες στον ύπνο σου; Τι σε βασανίζει μωρό μου; Μπορείς να μου πεις. Θα νιώσεις καλύτερα.'' η αλήθεια είναι ότι θα νιώσω καλύτερα, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να του μιλήσω για αυτό.Θα το κάνω.

" Με ρώτησες για τους γονείς μου, την οικογένεια μου. Σωστά; Κάτσε να ακούσεις. Ο πατέρας μου πέθανε λίγο μετά την γέννηση μου, όπως έφευγε από το μαιευτήριο για να κάνει μπάνιο. Η μητέρα μου με τον αδελφό μου σε τροχαίο, ήμουν και εγώ μέσα. Επέζησα εγώ. Με πήρε στα 14 μου ο θείος μου, για να μην πάω σε ίδρυμα, ήταν χρήστης ουσιών. Μου φερόταν αισχρά, με είχε βιάσει. Επειδή δεν ήθελα να του δώσω χρήματα για να πάρει κόκα. Στα 16 μου έφυγα από εκεί και έμεινα με τον Μανώλη, ήταν ενήλικος και με πρόσεχε. Και στα 18 μου έμεινα μόνη μου, Αθήνα. Και ο εφιάλτης είναι η σκηνή στο αυτοκίνητο. Λίγο τρελά όλα αυτά ε; Το ξέρω.. Ήθελα να τα πω κάπου." τον κοιτάω που με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. Κάνω έναν μορφασμό απορίας και με χώνει στην αγκαλιά του. Την χρειαζόμουν αυτήν την αγκαλιά.

"Λυπάμαι πολύ για τους γονείς σου.. για τον αδελφό σου.. Αλλά ο θείος σου.. Γιατί τόσο άσχημα;" αναρωτιέται.

"Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω πως. Είχε γίνει, ένα βράδυ. Δεν ήθελα.. Ήταν απαίσιο.." τραυλίζω και σωπαίνω.

Απλά με αγκαλιάζει και ξεκινώ να τρέμω, θέλω να κάνω εμετό..

Chaos {Χάος}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ