«Όχι δεν θέλω να πιω.» μου απαντάει. Εκνευρισμένος.
Κάθομαι στον καναπέ και τον κοιτάζω στην πολυθρόνα απέναντι μου. Η σιωπή ακούγεται στην διαπασόν ενώ βλέπω τις νευρικές κινήσεις των χεριών του. Βυθίζει το χέρι του στα μαλλιά του και τα ανακατεύει.
«Θα πεις ή θα παίζουμε αγαλματάκια αμίλητα; Αν δεν έχεις κάτι να πεις φύγε.» αποκρίνομαι και με κοιτάει, το κεφάλι του στηρίζεται στα χέρια του που είναι λυγισμένα στα γόνατα του.
«Γιατί διώχνεις από δίπλα σου όσους σε αγαπάνε;» φωνάζει και σκύβει το κεφάλι του.
«Έτσι γουστάρω.» απαντάω γενναία, η θωριά του σηκώνεται όπως και η δική μου. Απέχουμαι λίγα χιλιοστά.
«Νομίζω σε ερωτεύτηκα. Βασικά είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Από το φιλί μας εκείνο το βράδυ.» όχι συναισθηματισμούς Ρένα. Μην ξεχνάς τι έκανε το ίδιο βράδυ.
«Εγώ πάλι σε σιχάθηκα. Γαμιόσουν με την χαζογκόμενα και ήρθες και μου πούλαγες αγάπες και φιλιά.» τα σκληρά μου λόγια τον τσακίζουν. Και εκείνος με τσάκισε.
«Μην είσαι κακιά μαζί μου! » βάζει τις φωνές και με σπρώχνει στον τοίχο. Τα δάχτυλα του κρατούν το πρόσωπο μου, τα χείλη μας ενώνονται και σφίγγει την μέση μου πάνω του. Οι γοφοί μας ακουμπιούνται και νιώθω την στύση του. Με φιλάει και τον σπρώχνω αλλά δεν καταλαβαίνει. Κλείνω τα μάτια μου και φιλιόμαστε αρκετή ώρα. Απομακρύνει τα χείλη του και με κοιτάει, είμαστε κατακόκκινοι.
«Αν δεν ένιωθες κάτι για μένα δεν θα έτρεμαν τα πόδια σου. Δεν θα έτρεχε έτσι η καρδιά σου, δεν θα γυάλιζαν τα μάτια σου.» ψυθιρίζει.
«Το τι νιώθω εγώ είναι ένα πρόβλημα δικό μου.»
Ένας ενοχλητικός ήχος μηνύματος με διακόπτει. Το κινητό του..
*Μεριά αφηγητή/Γιώργου*
Ανοίγω το κινητό μου, δεν έχει αποστολέα.
‹Καλά Χριστούγεννα μωράκι, πότε θα τα ξαναπούμε;›Νιώθω το βλέμμα της Ρένας καρφωμένο πάνω μου.
«Έγινε κάτι;» αναρωτιέται.
«Η χαζογκόμενα ήταν. Για Καλά Χριστούγεννα και πότε θα τα ξανά πούμε.» απαντάω.
«Δεν σε ρώτησα.» πληγωμένο ακούστηκε αυτό.
«Δεν βλεπόμαστε πια. Μόνο την ημέρα που έφυγες κάναμε κάτι.» απολογούμαι και με κοιτάει χαμογελώντας.
«Έχεις κάπου να μείνεις;» ρωτάει, μα καλά οι γονείς της που είναι;
«Όχι. Ξενοδοχείο λογικά. Η οικογένεια σου;»
Το πρόσωπο της ασπρίζει και με κοιτάει. Νομίζω θα κλάψει. Δεν ζουν;«δεν θέλω να το συζητήσω. Έλα να σου δείξω που θα κοιμηθείς.» με ακουμπάει και με τραβάει σε ένα μεγάλο δωμάτιο με μπεζ αποχρώσεις και ένα διπλό κρεβάτι με λευκά σεντόνια.
«Πόσο θα μείνεις;» ρωτάει ξανά.
«Όσο χρειαστεί.» πετάω χαμογελώντας.
Χαμογελάει αχνά και βγαίνει από το δωμάτιο, αφήνω την βαλίτσα μου στο κρεβάτι και την παρατηρώ από την μισόκλειστη απέναντι πόρτα να αλλάζει. Έχει καμπύλες, η μέση της είναι λεπτή, από την κοντή πυτζάμα της διακρίνω τα οπίσθια της και τα μπούτια της. Προχωράω και μπαίνω μέσα ενώ έχει βάλει σουτιέν.«Χτυπάμε και καμιά πόρτα.» λέει ειρωνικά.
Ξεροβήχω και με κοιτάει γελώντας.
«Γιατί να μην κοιμηθούμε μαζί;» αναρωτιέμαι και μου σηκώνει το φρύδι της.
«Δεν θα σου κάτσω και αν κοιμηθούμε.» ψιθυρίζει και γελάει ξανά. Έχει υπέροχο χαμόγελο.
«Εντάξει.» της απαντάω και εγώ με γέλιο.Παίρνει μια μεγάλη κουβέρτα και μένω με την φόρμα μου, συνήθως κοιμάμαι χωρίς αυτήν.
«σε βολεύει με φόρμα; » μου λέει και σκεπάζεται.
Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά. «Βγάλτην.» αποκρίνεται. Την βγάζω και την αφήνω κάτω.
«Ρένα τι είμαστε;» δεν έχω καταλάβει.
«Εγώ άνθρωπος για σένα δεν ξέρω. » πάλι ειρωνίες. Γελάει και πιάνει το χέρι μου. Ξαπλώνει το κεφάλι της στο μπράτσο μου και με αγκαλιάζει με τα χέρια της.
«δεν ξέρω. όχι φίλοι πάντως..» ψιθυρίζει και λίγα λεπτά μετά την παίρνει ο ύπνος.Δεν με νοίαζει η κούραση μου, δεν με νοιάζει η Άννα. Δεν με νοιάζει τίποτα άλλο εκτός από εκείνη. Δεν κάναμε σεξ. Ή έρωτα. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Τα λεπτά χεράκια της άγγιζαν το στήθος μου. Για όλο το βράδυ ξέχασα πως είχα στην αγκαλιά μου μια καύλα κοπέλα αλλά ένα μικρό κοριτσάκι που ήθελε αγάπη.
DU LIEST GERADE
Chaos {Χάος}
RomantikΈνα τυχαίο βράδυ,μια τυχαία συντάντηση. Τελικά τα τυχαία είναι τα καλύτερα;