Κεφάλαιο 21ο

1.8K 216 0
                                    

Μέρα 12η (πάρτ 1)

Με το που σηκώθηκα, ετοιμάστηκα γρήγορα και ξεκίνησα για την τραπεζαρία. Δεν είχα πεί στην Αμέλια τίποτα για όλα όσα θα έκανα σήμερα, γιατί είμαι σίγουρη ότι θα νου έλεγε ότι είναι κατι παρακινδυνευμένο. Έτσι την άφησα πίσω μόνη της να κοιμάται. Ξέρω ότι δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ αυτό.

Οταν έφτασα έψαξα παντού για τον Λούκας. Δεν ήταν εκεί. Περίεργο. Δεν θα τον άφηνα όμως. Κάποιος σαν αυτόν θα πήγαινε γρήγορα στην τραπεζαρία για να μπορέσει να γλιτώσει απο τα μαθήματα, χωρίς να τον καταλάβουν.

Πέρασε ώρα, μέχρι που μαζεύτηκε και η παρέα μου. Ο Λούκας ακόμα δεν είχε φανεί... Ήρθε η ώρα να πάμε στις τάξεις.

+++

Παραδόξως, ο Λούκας ήρθε στο μάθημα... Αυτό και αν ηταν κοσμοϊστορικό γεγονός! Είχε κάτσει στα πίσω θρανία, πιθανότατα για να μπορεί να φύγει πιο γρήγορα και χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Σήμερα ήταν τα τελευταία μαθήματα. Την επόμενη μέρα θα διεξάγονταν η τελική δοκιμασία.

Κάθε καθηγητής που έμπαινε στην τάξη δεν παρέλειπε να μας υπενθυμίσει το γεγονός ότι αύριο θα έπρεπε όλοι οι νεοσύλλεκτοι που διανύουν την δοκιμαστική περίοδο θα έπρεπε να πάνε στο γραφείο του διευθυντή το πρωί για να κριθούν.

Η κατάσταση αυτή με είχε αγχώσει ιδιαίτερα. Ένιωθα ότι θα έπρεπε να προετοιμαστώ για να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό, αλλά και ότι δεν είχα χρόνο να το κάνω... Οι σκέψεις μου επέστρεψαν στο μυστήριο του Λούκας. Κάτι κρύβει και πρέπει να μάθω τι.

Οταν τελικά τελειώσαμε και την τελευταία περίοδο μαθημάτων, μάζεψα γρήγορα τα πράγματά μου και άρχισα να ακολουθώ τον Λούκας από κάποια απόσταση. Η παρέα μου, φαίνονταν πολυ απασχολημένη με κάτι και δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην απουσία μου.

Ο Λούκας, τριγυρνούσε για ώρα στην Σχολή, χωρίς να σταματήσει καθόλου. Με οδηγούσε σε μέρη που δεν είχα ξαναπεράσει. Κάποια στιγμή άρχισε να κατευθύνεται προς τις φυλακές. Δεν πρόλαβα να δω σε ποιο κελί μπήκε, και έτσι κάθισα από έξω από την πόρτα.

Όταν τελικά βγήκε, ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στόλιζε τα χείλη του. Σίγουρα δεν ηταν καλό αυτό.

Στην συνέχεια, πήγε στον κοιτώνα τον αγοριών. Εκεί δεν μπορούσα να μπω, δεν μπορούσα όμως να τον χάσω και από τα μάτια μου. Αποφάσισα λοιπόν, να ξαναβγεί. Το γεγονός οτι από αυτούς τους κοιτώνες δεν μπορείς να φύγεις χωρίς να περάσεις από τους κήπους της Σχολής, διευκόλυνε την δουλειά μου.

+++

Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν τελικά βγήκε. Εγώ καθόμουν όλη την ώρα σε ένα παγκάκι. Δεν θα το έβαζα κάτω τόσο εύκολα. Κάθε φορά που έβγαινε κάποιος έτρεχα να καλυφθώ. Μερικές φορές άνοιγα κάποιο από τα βιβλία μου κάνοντας ότι διαβάζω, ενώ άλλες σηκωνώμουνα όρθια και γύριζα  την πλάτη μου, παριστάνοντας οτι ψάχνω να βρώ κάτι ή απολαμβάνοντας την θέα των φυτών.

Όταν τελικά βγήκε ήμουν τόσο ταλαιπωρημένη, που δεν είχα την δύναμη να κουνηθώ. Έτσι απλά γύρισα το κεφάλι μου, ευχόμενη να μην με προσέξει. Λογικά οι ευχές μου εισακούστηκαν, αφου συνέχισε απτόητος τον δρόμο του.

Κατευθύνθηκε έξω από την Σχολή, στο δάσος που τον είχα δει και την προηγούμενη μέρα. Τον ακολούθησα όπως και χτές.

Οι ίδιοι ήχοι. Τα ίδια βήματα. Το ίδιο μέρος. Όλα ήταν όπως την τελευταία φορά.

Κάποια στιγμή τον έχασα από το οπτικό μου πεδίο.

Κοίταξα τον χώρο γύρω μου. Είχαμε φτάσει σε ένα πλάτωμα. Έμοιαζε με μία μικρή πλατεία. Περιβάλλονταν από δέντρα και κάτω υπήρχε ποτάμι. Όλο το μέρος λούζονται από το φώτα της Σελήνης, που το έκανε να μοιάζει άγριο.

Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου ο Λούκας.

«Πίστευα ότι θα είχες κουραστεί μέχρι τώρα.» μου είπε με τόνο υποτιμητικό.

«Τι δουλειά έχεις εδώ; Υποτίθεται ότι απαγορεύεται να βγαίνουμε από την Σχολή και ειδικότερα τόσο αργά!»

«Κοίτα να δεις! Δεν στο χα, να μιλάς εσύ για κανόνες, εσύ που με ακολουθούσες όλη τη μέρα. Νομίζεις ότι δεν σε είδα;»

Δεν ήξερα τι να πω.

«Θέλεις να μου πείς ότι ήθελες να σε ακολουθήσω;»

«Φυσικά. Και ο μόνος τρόπος να μην είναι και οι φίλοι σου μαζί, είναι να το κάνεις από μόνη σου. Πρέπει και εσύ να δείς αυτό το θέαμα.»

Εκείνη την στιγμή μία σκιά πέρασε μπροστά από το φεγγάρι και διέκοψε το φως του. Ο Λούκας άρχισε να ψιθυρίζει διάφορα λόγια. Έμοιαζε με ξόρκι, όμως ουσιαστικά ήταν ασυνάρτητες λέξεις. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά και είδα το πιο ωραίο πλάσμα που είχα δει στην ζωή μου.

Ένας ολόλευκος μονόκερος κατευθύνονταν προς το μέρος μας. Είχε πολύ σταθερό πέταγμα και έκανε πολύ απαλές κινήσεις. Ήταν σαν να μην κουραζόταν καθόλου. Όμως κάποια στιγμή άρχισε να παραπατά. Ταλαντεύονταν στον αέρα χωρίς προφανή αιτία.

13 ΜΕΡΕΣ [Completed]Where stories live. Discover now