Αφού είχαμε φωρτωσει και ελέγξει τα πάντα,μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε το εξάωρο ταξίδι μας. Είναι πολλές ώρες το ταξίδι δεν λέω και πολύ κουραστικό αλλά αξίζει τον κόπο. Έτσι κι αλλιώς είχα παρέα και όποτε ήμουν με αυτά τα άτομα πέρναγα πολύ ωραία. Ούτε που θα το κατάλαβενα.
Καθώς οδηγούσε ο πατέρας μου,είπαμε να κάνουμε μια στάση να ξεπιαστουμε λίγο. Πήγε η μητέρα μου με τον πατέρα μου στην καφετέρια να κάτσουν για λίγο και πήγανε εμείς να εξερευνήσουμε το μέρος.
Δεν είχε πολλά σπίτια. Και αυτά που είχε ζήτημα αν έμεναν άνθρωποι. Ήταν πολύ παλιά αλλά και πολύ ωραία. Ξέρετε εκείνα τα παλιά τα αρχοντικά σπίτια. Μ αρέσουν παρά πολύ και πάντα ήθελα να μένω σε ένα τέτοιο σπίτι. Γύρω απο τα σπίτια υπήρχαν πολλά ψηλά δέντρα και ήταν ένα πολύ ωραίο μέρος για να το εξερευνήσεις. Τότε λοιπόν αποφασίσαμε με τον Γιάννη και την Σοφία να μπούμε σε ένα σπίτι να δούμε πως είναι. Πριν όμως μπούμε ρωτήσαμε έναν άνθρωπο σε ποιο σπίτι δεν μένει πλέον κανένας. Μας έδειξε ένα απομονωμένο στο τέλος του δρόμου.
Γ- θέλετε να πάμε;
Ε- εγω ναι! Είπα ενθουσιασμένη.
Σ- εγω δεν ξέρω ρε παιδιά φοβάμαι λίγο.
Ε-έλα μωρε σιγά τι να έχει;!
Σ- ε ξέρω γω
Γ- έλα μην ακούω βλακείες θες ή οχι;
Σ- πάμε.
Ε- Αχ ωραίααα θα δω επιτέλους πως είναι μέσα
Γ- προχωρά χαζοχαρούμενο.
Ε-μμμ...
Προχωρήσαμε και φτάσαμε έξω απο το σπίτι. Ήταν τριώροφο με δυο τεράστια μπαλκόνια και μια σοφίτα. Δοκιμάσαμε να μπούμε μέσα. Ευτυχώς ήταν ξεκλείδωτα. Μπήκαμε και ήταν τόσο ωραία μέσα..αλλά..και μες την σκόνη. Είχε ένα τεράστιο σαλόνι στον κάτω όροφο με δυο καναπέδες και μια πολυθρόνα. Είχε παρά πολλά κάδρα κρεμασμένα στους τοίχους και μια μεγάλη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στους πάνω ορόφους. Δεν πεολαβαμε να ανέβουμε πάνω γιατί μας πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου και φύγαμε. Καθώς γυρνούσαμε πίσω με ξανά πήρε τηλέφωνο ο Κρις.
Ε- έλα Κρις τι έγινε;
Κ- τίποτα όλα καλα
Ε- Α όκευ
Κ-ναι
Ε-ήθελες κάτι;
Κ- Α ναι.Πηρα να σου πω ότι σε 3 ώρες θα έχω φτάσει στο χωριό. Εσύ είσαι εκεί ή δεν έχεις πάει ακόμα;
Ε- και εγω στον δρόμο ειμαι έχουμε σταματήσει σε μια καφετέρια και σε 3 ώρες θα έχω φτάσει και εγω.
Κ- ωραία
Ε- πρέπει να κλείσω, ανυπομονώ να σε δω. Τα λέμε.
Κ- γεια
Φτάσαμε στην καφετέρια και καθήσαμε στο τραπέζι μαζί με τους γονείς μας.
Σ-Ρε αυτοί πίσω στο τραπέζι είναι πολύ ωραία παιδιά. Αλλά φαίνονται ξένοι.
Ε- όντως μαλακα. Ε και; Αγγλικά ξέρουμε 😉
Σ- σωστό και αυτο. Λοιπόν ο μελαχρινός δικός μου και ο ξανθός δικός σου.
(Έτσι κάναμε πάντα με την Σοφία. Απο μικρές κανονίσαμε ποιος είναι ποιος απο την αρχή για να μην μαλώσουμε μετα.)
Ε- σύμφωνες:)
Σ- ρε ο μελαχρινός σε κοιτάει..κοιτά πίσω σου διακριτικά.
Και όπως συνήθως εγω γυρνάω το κεφάλι μου 360 μοίρες σαν το κοριτσάκι του εξορκισμού..κάτι τέτοιο για να δω.
*με χαιρετάει και μου χαμογελαει*
Σ- είπαμε ο μελαχρινός δικός μου.
Ε- δεν έκανα εγω κάτι
Σ- άλλο αυτο
Μαμά- ελάτε παιδιά πάμε έχουμε ταξίδι.
Σηκωθήκαμε και καθώς φεύγαμε γύρισα να τον κοιτάξω. Δεν ξέρω γιατί. Και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Κάπου τα ειχα ξανά δει εγω αυτά τα μάτια.Μου θύμιζαν παρα πολλά,αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς.Χάζεψα για λίγο αλλά μετα με τράβηξε ο Γιάννης απο το χέρι για να φύγουμε.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Εμένα όπως πάντα με πήρε ο ύπνος και όταν φτάσαμε με ξύπνησε η Σοφία για να κατεβάσουμε τα πράγματα. Η ώρα είχε πάει 7 και πεολαβεναμε να βγούμε με τα παιδιά σε ένα κοντινό μαγαζί που υπάρχει. Βγήκαμε γρήγορα απο το αυτοκίνητο πήραμε τις βαλίτσες μας και κάτσαμε λιγο με την γιαγιά μας που είχαμε να την δούμε τόσο καιρό.
Στις 8 πήγαμε στο Sun έτσι λέγεται το μαγαζί και καθήσαμε με τα παιδιά. Είπαμε τα νέα μας,κάναμε πλάκες, παίξαμε θάρρος ή αλήθεια και γενικά τα αγόρια έκαναν βλακείες και περάσαμε παρά πολύ ωραία. Εγω με την Σοφία όμως φύγαμε νωρίς γιατί είχαμε κουραστεί και είχα πολλά να της πω με τον Λευτέρη. Όταν είχαμε μείνει πλέον μόνες μας με ρώτησε η Σοφία τι είχε γίνει με τον Λευτέρη. Της εξήγησα λοιπόν όλα αυτά που έγιναν.
Σ- Είναι μαλακας πας παρακάτω.
Ε- Οχι δεν είναι μαλακας. Μια χαρα παιδί είναι. Ναι έκανε τις μαλακιες του. Ήμουν 3 χρόνια μαζί του. Έφτιαξε τον χαρακτήρα μου προς το καλύτερο. Και τώρα που χωρίσαμε δεν πρόκειται να κάθομαι και να τον βρίζω. Η ζωή του και η ζωή μου απο εδώ και πέρα.
Σ- Καλα ντε. Μπήκαμε σπίτι και πέσαμε αμέσως για ύπνο.
Το επόμενο πρωί..
YOU ARE READING
Δυο χρόνια
Teen Fiction"Δεν τελείωσε,τίποτα δεν τελείωσε. Υποσχεσου μου θα με περιμένεις να γυρίσω...υπόσχεσου." Μου είπε και με αγκάλιασε. Τότε δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα μάτια μου καθως του έλεγα το υποςχομαι.Και εκεινος φαινόταν, είχε βουρκώσει.Αλλα ποτέ δεν εκλε...