Φορούσες κάτασπρα ενδύματα στενά
και τα ξανθά μαλλιά σου ανέμιζαν,
των δακτύλων σου τις άκρες,τα κενά
τα δάκτυλα απ'το χέρι του γέμιζαν.
Ήσουν η νύφη του κι εκείνος ο γαμπρός,
από το χέρι κράταγες λύπη και ευτυχία
κι ενώ το εκκλησάκι σας ήταν εμπρός,
μια σφαίρα πέρασε το σώμα σαν ταχεία.
Βάφτηκε κόκκινο το όμορφο κορμί,
και το λευκό φουστάνι σου έγινε πορφυρένιο ,
εκείνος έπεσε επάνω σου με ορμή
και αγγίξατε το έδαφος το σιταρένιο .
Χάιδεψε με τα άκρα του τους ώμους τους μικρούς σου
και τα θολά σου μάτια με παράπονο κοιτούσε,
αυτός ο μαύρος πόλεμος επήρε την ζωή σου
και τα όνειρα που ο νους σου προσδοκούσε.
Άδικα χάνονται οι ζωές κι εσύ γλυκιά μου νύφη,
για ένα πουκάμισο αδειανό χανόμαστε στη λήθη.
Έσβησε κάθε όνειρο για το μικρό λοχία,
που την αγάπη του έχασε μια Κυριακή πρωία ..