Καλοκαιρινό Φόντο (Βιβλίο #2)

1.9K 51 3
                                    

(τελευταία προειδοποίηση: διαβάστε πρώτα το "Θα 'μαι δικιά σου για πάντα έτσι είχες πει", αλλιώς δεν θα βγάζει κανένα νόημα το βιβλίο αυτό!)

Παρελθόν

_Πρόλογος_

Άνοιξα απότομα τα μάτια μου, και κοίταξα γύρω μου. Τοποθεσία; Εκκλησία. Σε τι θέση βρίσκομαι; Νύφης. Γαμπρός; Μα φυσικά ο Δημήτρης. Τελικά δεν ήταν εφιάλτης. Είναι η πραγματικότητα, η ζωή μου. Το να βρίσκομαι στην εκκλησία, πραγματοποιώντας το παιχνιδάκι του Δημήτρη, ενώ κανονικά εγώ θα έπρεπε να βρίσκομαι στο Πανεπιστήμιό μου. Υπέροχα, σκέφτηκα από μέσα μου.

«Είσαι καλά; Μου φαίνεσαι λίγο χλωμή.», μου αποκρίθηκε ο Δημήτρης ψιθυριστά. Άργησα να του απαντήσω, και ακόμα να καταλάβω τι ακριβώς μου λέει.

«Ε; Ναι. Ναι, καλά είμαι.», του απάντησα αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια.

Κοίταξα πίσω μου, προσπαθώντας να αναζητήσω κάποιον χωρίς να ξέρω άμεσα ποιον.

«Ποτέ μην ξανακοιτάξεις πίσω.», άκουσα μία φωνή.

Γύρισα το βλέμμα μου προς τον Δημήτρη. «Το εννοώ.», πρόσθεσε.

Δεν ήξερα τι ακριβώς εννοούσε, απλά έγνευσα καταφατικά το κεφάλι μου.

~Στα προηγούμενα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου....~

"Τι θέλεις Γιάννη;", είπα παίρνοντας μία βαθιά ανάσα.

"Να ζητήσω συγγνώμη..."

"Εσύ; Συγγνώμη; ..»

"Τώρα το εννοώ. Είναι η τελευταία φορά που θα ξανακούσεις για εμένα, Κατερίνα. Λυπάμαι που σου κατέστρεψα τα πάντα.

**

«μου λείπει ο Πέτρος αυτό.».

**

"Είσαι προϊόν της φαντασίας μου. Δεν υπάρχεις πια."

"Κοίταξε με. Είναι η τελευταία σου ευκαιρία να με δεις. Οπότε θα με δεις και θα με ακούσεις. Πρέπει να προχωρήσεις, όσο και αν με πονάει αυτό. Πρέπει να ερωτευτείς ξανά. Να αγαπήσεις ξανά. Γιατί πολύ απλά έχω χαθεί πλέον εγώ. Το μόνο που σου απέμεινε είναι οι αναμνήσεις."

"μα...", πήρα μια βαθιά ανάσα. "Θα 'μαι δικιά σου για πάντα, έτσι είχες πει."

"Πάντα θα είσαι δικιά μου Κατερίνα. Το Κατερινιω μου, η λατρεία μου. Η μοναδική μου αγάπη. Τώρα βγες από αυτό το γελοίο αυτοκίνητο και παντρέψου. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η ζωή. Σ' ΑΓΑΠΆΩ.", είπε και εξαφανίστηκε.

***

Με το που μπήκα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βγάλω τα παπούτσια μου.

«πώς είναι δυνατόν να πληρώσατε όλα αυτά για τον γάμο;», ρώτησα κοιτώντας γύρω μου στο δωμάτιο.

Στην πραγματικότητα δεν είναι δωμάτιο, ολόκληρο διαμέρισμα. Μπαίνοντας μέσα στα δεξιά σου υπάρχει μία τεράστια ντουλάπα και προχωρώντας παρακάτω αριστερά υπάρχει το κρεβάτι, το οποίο θα χαρακτήριζα βασιλικό. Λίγο πιο πέρα, βρίσκεται το μπάνιο. Ενώ στην αριστερή πλευρά του δωματίου ένα σαλονάκι συμπληρώνει τον χώρο. Όλα είναι σε τόνους άσπρο, και μαύρο. Κάτι το οποίο μου αρέσει, αν και σε κάποιους φαίνεται μονότονο.

«Με λεφτά, ξέρεις...», μου απάντησε, ενώ προσπαθούσε να λύσει την γραβάτα του.

Κούνησα το κεφάλι μου ειρωνικά, και ξεκίνησα να ξεκουμπώνω ή καλύτερα να προσπαθώ να ξεκουμπώσω το νυφικό μου από πίσω.

Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, και το κορόιδεμα που αντιμετώπισα από τον Δημήτρη, του είπα... «Γέλα όσο θες, αλλά βοήθα. Έχω σκάσει εδώ μέσα.»

Γέλασε, και με πλησίασε.

Του γύρισα την πλάτη, ώστε να με ξεκουμπώσει από πίσω. Άρχισε να κατεβάζει αργά αργά το φερμουάρ, και μόλις τελείωσε με πλησίασε ακόμα περισσότερο. Ένιωθα την ανάσα του στον λαιμό μου. Προς στιγμήν νόμιζα πως θα με φιλήσει. Δεν τον έκανε όμως. Τραβήχτηκε, και ψιθύρισε ένα 'συγγνώμη'. Έπειτα, έφυγε από κοντά μου πηγαίνοντας στο μπάνιο, αφήνοντας με μόνη στο δωμάτιο.

«Ωραία αρχίσαμε...», μονολόγησα.

Καλοκαιρινό Φόντο (Βιβλίο #2) Where stories live. Discover now