Κεφάλαιο 12

457 46 4
                                    

Μπήκα μέσα σαν σίφουνας μόλις άκουσα τα λόγια της Χριστίνας. Πρώτο πράγμα που αντίκρυσα ήταν αρκετά άδεια κουτιά μπύρας. Έπειτα, ο καναπές ήταν ανακατεμένος. Αν κάποιος τολμούσε να μπει στην κουζίνα, μπορούσε να κρυφτεί μέσα στα λερωμένα πιάτα, ποτήρια και σκουπίδια.

Αφού τελείωσα την 'επιδρομή' μου στην κουζίνα πήγα και πάλι στο σαλόνι που βρισκόταν στην ουσία μπροστά στην είσοδο. Εκεί, βρισκόταν η Χριστίνα αμίλητη και ακίνητη.

"Σίγουρα είναι άντρας.", μουρμούρισα κοιτώντας τον χώρο γύρω μου. "Επίσης, σίγουρο είναι το ότι δεν παραβιάστηκε ο χώρος. Βλέπεις την κλειδαριά;...", ήμουν έτοιμη να συνεχίσω τις υποθέσεις για το ποιος ήταν μέχρι που η Χριστίνα αρκετά τρομαγμένη μου ζήτησε να βρούμε γρήγορα τις σημειώσεις και να φύγουμε από εκεί.

"Γιατί φοβάσαι; Σιγά.", ανασήκωσα τους ώμους μου, ενώ πήγαινα μέσα στο υπνοδωμάτιο.

"Κατερίνααα!", φώναξε η Χριστίνα από μέσα.

"Τι έγινε πάλι;"

"Περίμενε με. Μην πας μόνη σου μέσα.", έτρεξε προς το μέρος μου.

Ρόλλαρα τα μάτια μου και την αγνόησα. Κανονικά εγώ θα έπρεπε να ανησυχούσα, αλλά αντιθέτως ήμουν τελείως αναίσθητη.

Μόλις μπήκα στο δωμάτιο μπορώ να πω πως βρισκόταν σε σχετικά καλύτερη κατάσταση. Λίγα ρούχα ήταν μόνο πεταμένα στο κρεβάτι, τα υπόλοιπα φαινόντουσαν στην θέση τους.

Τα ρούχα όμως μου τράβηξαν την προσοχή. Ήξερα σίγουρα ποιανού ρούχα ήταν αυτά. Την ημέρα που ήρθα με την Χριστίνα να μαζέψουμε τα πράγματα με το μόνο που είχα ασχοληθεί ηταν τα ρούχα. Τα ρούχα του Πέτρου.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου αρκετές φορές, προσπαθώντας να καταλάβω αν αυτό που βλέπω είναι όντως αλήθεια.

"Χριστίνα;", Δεν άφησα τα μάτια μου από τα ρούχα. "Αυτά...", κομπιασα. Έχω αρχίσει να ακούγομαι τρελή. "Αυτά νομίζω.. Νομίζω είναι τα ρούχα του Πέτρου.", γύρισα το κεφάλι μου και την κοίταξα.

"Κατερίνα μου είσαι καλά;", ρώτησε,αποφεύγοντας να σχολιάσει αυτό που μόλις είπα. "Είσαι λίγο χλωμή. Έλα μέσα να σου δώσω λίγο νερό."

Απλά κουνησα το κεφάλι μου, και την άφησα να με οδηγήσει μέσα έχοντας το χέρι της πίσω από την μέση μου.

Κάθισα στην καρέκλα που βρισκόταν στην κουζίνα και κοιτούσα στο κενό. Φοβόμουν να σκεφτώ το γεγονός πως κάποιος φόρεσε τα ρούχα του Πέτρου. Ή... Φοβάμαι ακόμα να σκεφτώ πως ο Πέτρος είναι ζωντανός. Αυτό δεν γίνεται. Τον είδα στο νοσοκομείο πως ήταν νεκρός. Του έκαναν και κηδεία μάλιστα.

Η Χριστίνα μου έδωσε ένα ποτήρι με κρύο νερό για να πιω. Έπειτα κάθισε απέναντι μου. Κατάφερα να πιω δύο γουλιές από το νερό μου, κατά έναν περίεργο τρόπο είχα έναν κόμπο στον λαιμό μου. Δεν ήταν όπως ένιωθα όταν αγχωνόμουν, ή όταν πέθανε ο Πέτρος. Ήταν αλλιώς, δεν μπορούσα να το εξηγήσω.

"Είσαι καλύτερα;", μου έπιασε το χέρι η Χριστίνα.

Ήθελα να της πω τόσα πολλά, μα δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Φοβόμουν και την αντίδραση της, για να πω την αλήθεια. Τελευταία συμπεριφερόμουν σαν τρελή, και σίγουρα τους έχω κουράσει όλους. Κάθε φορά που επιστρέφω πίσω στο χωριό όλη η ψυχική ηρεμία που βρίσκω, έστω και αν είναι λίγη, εξαφανίζεται. Ένα βήμα μπροστά, δύο πίσω. Ο κύκλος επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά με διαφορετική ιστορία κάθε φορα. Κάθε φορά προστίθεται και κάτι καινούργιο. Όλο και χειρότερο.

"Θέλω να φύγω από δω.", είπα στην Χριστίνα. Η ίδια χωρίς να πει λέξη, απλά κούνησε το κεφάλι της. Ήξερε πως ο,τι και να έλεγε δεν θα την άκουγα.

***

Χτύπησα την πόρτα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Φαίνεται πως το χτύπημα του κουδουνιού δεν ήταν αρκετό για να με ακούσουν.

Όσο και αν γνώριζα πως θα το μετανιώσω επέστρεψα. Επέστρεψα στο σπίτι που ήμουν την προηγούμενη μέρα. Ήρθα και πάλι στο σπίτι της ομάδας όπου ήταν ο Πέτρος, και τώρα πλέον ο Νίκος.

Για καλή μου τύχη, αυτή την φορά την πόρτα άνοιξε ο Νίκος.

"Τι θέλεις πάλι εδώ;"

"Απλά άσε με να μπω μέσα. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι."

"Ρώτα εδώ. Τελείωνε δεν έχω χρόνο."

"Όχι εδώ έξω.", του είπα. Ξεφύσησε και έκλεισε την πόρτα πίσω του αφού βγήκε έξω.

"Τι κάνεις;"

"Έλα να μιλήσουμε στο αυτοκίνητό σου. Μέσα δεν μπαίνεις.", προχώρησε προς το αυτοκίνητο μου.

"Γιατί όχι;", τον ακολούθησα κρατώντας ασφαλή απόσταση.

"Ρωτάς πολλά. Λέγε τι θες".

"Πήγες στο διαμέρισμα του Πέτρου;"

"Γιατί ρωτάς;"

"Εγώ ρωτάω, εσύ απαντάς.", πείσμωσα.

"Μπορεί.", χαμογέλασε. Ήξερε πως μπορούσε να παίξει μαζί μου.

"Απλά απάντησε μου. Είναι σοβαρό.", μαλακωσα.

"Δεν μπορώ να σου απαντήσω. Κάτι άλλο;", έβαλε τα χέρια στις τσέπες του.

Δεν σκέφτηκα ιδιαίτερα πριν αφήσω τις λέξεις από το στόμα μου... "Μήπως ο Πέτρος είναι ζωντανός;"

"Εσύ είσαι τελείως τρελή. Άντε γεια ρε. Εξακολουθείς να παίζεις ε; Μην ξανάρθεις.", είπε και έφυγε.

Ωραία. Δεν θα έχουμε καλή κατάληξη....

Καλοκαιρινό Φόντο (Βιβλίο #2) Where stories live. Discover now