Κεφάλαιο 3

622 47 2
                                    

"Μου πάει αυτό το καπέλο;", χαμογέλασα πλατιά κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέπτη του καταστήματος. 

Ο Δημήτρης γέλασε μαζί μου, και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Έπειτα, έπιασε ένα άλλο άσπρο, και μου ζήτησε να το φορέσω. 

Αμέσως έβγαλα το κόκκινο που φορούσα, και έβαλα στο κεφάλι μου αυτό που μου έδωσε. 

"Ξέρεις, αυτό το καπέλο λέγεται cartwheel.", μου είπε κοιτώντας γύρω του στα ράφια όπου υπήρχαν εκατοντάδες διαφορετικά καπέλα. 

"Σοβαρά τώρα;", γέλασα.

"Τι;", το γέλιο του, συνόδευσε το δικό μου.

"Στο χωριό μου, το λέμε ψάθινο το καπέλο, γλυκιέ μου." Αμέσως μετάνιωσα τις λέξεις μου. Ίσως γιατί ανέφερα πάλι την Ελλάδα, και κυρίως το χωριό μου, αλλά ίσως γιατί θυμήθηκα τον Πέτρο πάλι. Έχει αρχίσει να γίνεται κουραστικό όλο αυτό. Η όλη κατάσταση. Ό,τι και αν κάνω τον θυμάμαι. 

"Νομίζω πως πρέπει να το πάρεις...", ο Δημήτρης διέκοψε τις σκέψεις μου. 

Έβγαλα από το κεφάλι μου το καπέλο, ώστε να του ρίξω μία καλύτερη ματιά. Όπως προανέφερα, είναι άσπρο, και ψάθινο. Έχει ροζ λεπτομέριες, αλλά παραμένει κάτι λιτό. 

Χωρίς δεύτερη σκέψη, το αγόρασα. 

Η ώρα έχει πάει τρεις το μεσημέρι, και εμείς είμαστε έξω από το πρωί. Μείναμε σε εκείνο το καταπληκτικό μαγαζί μπαρ-καφετέρεια τουλάχιστον δύο ώρες, μέχρι που αποφασίσαμε να γυρίσουμε λίγο το μέρος. 

Ξεκινήσαμε με τα μαγαζιά, που όπως μπορεί να φανταστεί ο καθένας, το πρότεινα εγώ. Ούτως ή άλλως χρειάζομαι και καινούρια ρούχα για το ταξίδι μας. Απ' ότι μου έχει πει ο Δημήτρης θα μείνουμε σε σκάφος, σε μία περιοχή στους Παξούς όπου πολλοί πλούσιοι επιχειρηματίες έκαναν τις διακοπές τους. Μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας με τον Δημήτρη, ποτέ δεν είχα καταλάβει ότι είχαν τόσα χρήματα και σχέσεις με επιχειρηματίες. Ίσως να φταίει το γεγονός το ότι έμεναν στην περιοχή μου, όπου κανένας δεν έχει τέτοιο οικονομικό πλαίσιο. Όπως επίσης, ποτέ δεν ανέφερε για τα ταξίδια με την οικογένειά του, και γενικότερα το ποσό των χρημάτων που έχει. Κάτι το οποίο θεωρώ σωστό, γιατί αντιπαθώ το αντίθετο είδος ανθρώπων. 

"Πάμε να τσιμπίσουμε κάτι, και μετά να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο;", έκανε μία παύση. "Αύριο έχουμε μεγάλη μέρα μπροστά μας."

Απλά συμφώνησα μαζί του, και επιλέξαμε ένα εκεντρικό μικρό μαγαζί για να φάμε.

***

Τρεις ώρες αργότερα αφότου πήγαμε για φαγητό έχουμε επιστρέψει ήδη στο ξενοδοχείο. Συζητήσαμε περιληπτικά το τι ακριβώς θα κάνουμε και συμφωνήσαμε για το πως ακριβώς θα συμπεριφερόμαστε μπροστά σε συγγενείς και φίλους. Πρέπει να μιλάμε γλυκά ο ένας στον αλλον, όχι ότι δεν μιλάμε σωστά μεταξύ μας απλά υποτίθεται είμαστε ζευγάρι. Να πιανομαστε χεράκι χεράκι συχνά πυκνά αλλά χωρίς να το παρακάνουμε.

Τέλος πάντων, αυτό που με ενθουσίασε είναι το ότι για ένα μήνα, ίσως και περισσότερο θα μένουμε σε αυτό το πλεούμενο που ανήκει στην οικογένεια του Δημήτρη. Φυσικά, όπως έχουμε κανονίσει από καιρό θα πάμε στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στους Παξούς όπως ανέφερα και προηγουμένως. Με ενημέρωσε πως δεν θα είμαστε τελείως μόνοι, οπότε δεν θα βαρεθώ εύκολα.

Αν θα πάμε και στην περιοχή μας, δεν είναι σίγουρο όπως επίσης το αν είμαι σίγουρη η ίδια ότι θέλω να πάω εκεί πίσω έστω για λίγο δεν γνωρίζω.

Προσπαθώ να αφήσω στην άκρη τις σκέψεις αυτές, και επικεντρωνομαι στο αυριανό πρόγραμμα. Στις επτά το πρωί είναι η πτήση, πράγμα που σημαίνει πως τουλάχιστον από τις πέντε πρέπει να ξυπνήσουμε το πρωί.

"Είσαι σίγουρα έτοιμος για αύριο; Δεν θέλω να τα ετοιμάζουμε τελευταία στιγμή...", ρώτησα τον Δημήτρη. Ίσως είναι η δέκατη φορά που τον ρωτάω κατι τέτοιο.

Ο Δημήτρης ξεφύσησε και με διαβεβαίωσε πως όλα είναι έτοιμα. Έπειτα μου ζητησε να ξεκουραστώ, οπότε ακολούθησα την συμβουλή του και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε και ξάπλωσε και ο ίδιος στο κρεβάτι, δίπλα μου.

Αμέσως ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι, μάταια προσπαθώντας να το αγνοήσω και να κοιμηθώ.

Γύρισα προς το μέρος του, ώστε να μην του έχω γυρισμένη πλάτη όπως πριν.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, μουρμούρισα.. "Δημήτρη... μπορώ να κοιμηθώ δίπλα σου;"

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τα οποία πέρασαν βασανιστικά αργά μου απάντησε. "Μα.. διπλα μου δεν είσαι;" Μπορούσα σίγουρα να καταλάβω ότι σουφρωνε τα φρύδια του, γεμάτος απορία.

"Οχι.. Δηλαδή ναι... Εννοώ πιο κοντά σου...", αυτή τη φορά ψιθύρισα τόσο σιγανά που προς στιγμήν πίστεψα πως δεν με είχε ακούσει.

"Έλα εδώ...",  είπε και άνοιξε την αγκαλιά του. Πλησίασα, και χώθηκα στην αγκαλιά του.

"Πρέπει να κοιμόμαστε έτσι πιο συχνά....", είπε ο Δημήτρης, και του χαμογέλασα αν και ήξερα πως δεν μπορούσε να με δει.

Καλοκαιρινό Φόντο (Βιβλίο #2) Donde viven las historias. Descúbrelo ahora