Κεφάλαιο 11

484 51 6
                                    

"Καλημέρα...", άκουσα τον μπαμπά μου να μπαίνει στην κουζίνα. 

"Hey...", τον χαιρέτισα ακουμπώντας πίσω μου, στον πάγκο της κουζίνας. "Θέλεις να σου κάνω καφέ;", τον ρώτησα δείχνοντας του τον δικό μου που πίνω ήδη.

"Τον φτιάχνεις ακόμα νεροζούμι;", ρώτησε σοβαρός.

"Εμ.. Μπορείς να φτιάξεις μόνος σου τότε...", είπα σιγανά, φανερά πληγωμένη.

"Πλάκα σου κάνω!", γέλασε, "Από πότε είσαι τόσο ευαίσθητη εσύ; Κάποτε...", ξεκίνησε..

"Το κάποτε, ήταν κάποτε μπαμπά.", προσπάθησα να χαμογελάσω. 

"Σωστά...", μου χάρισε ένα μισό χαμόγελο και ετοίμασε τον καφέ του. "Μου μίλησε η μαμά σου...", μου είπε ψύχραιμα.

Ήξερα για ποιο πράγμα μιλούσε, αλλά δεν ήμουν έτοιμη για αυτήν την συζήτηση. Έτσι όπως κάνω όμως, ποτέ δεν θα είμαι. Συνεχώς αποφεύγω την συζήτηση.

"Μάλιστα...", κοίταξα κάτω.

"Γιατί το έκανες;", ρώτησε. Κάθισε στην καρέκλα, και με κοίταξε στα μάτια.

Μόλις άνοιξα το στόμα να μιλήσω και να του απαντήσω, μου είπε "Δεν πρόκειται να σε κρίνω. Είσαι ελεύθερη να κάνεις τις επιλογές σου."

"Μπαμπά... Δεν ξέρω.", κάθισα ακριβώς απέναντι του. "Ίσως από αντίδραση σε ο,τι συνέβη.", έκανα μια παύση. "Απλά δέχθηκα την πρόταση του. Τον βοήθησα, και με βοήθησε."

"Τι είδους βοήθεια είναι αυτή που σου έδωσε όμως; Ακόμα εδώ δεν βρίσκεσαι; Ακόμα εδώ δεν βασανιζεσαι;"

Άφησα μια δυνατή ανάσα, που δεν ήξερα ότι κρατούσα τόση ώρα. "Μπαμπά... Θα γίνω καλά αργά ή γρήγορα. Άφησε με απλά να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα...", του είπα πριν φύγω. Μια ακόμα φυγή από την πραγματικότητα προστέθηκε στην λίστα.

Αφού ακολούθησα την πρωινή ρουτίνα μου, ντύθηκα για να βγάλω βόλτα τον σκύλο.

Όταν μπήκα στο δωμάτιο μου ο Δημήτρης φαινόταν να κοιμάται ακόμα. Του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο, πριν τρέξω έξω από το δωμάτιο. Δεν ήθελα να τον αντικρύσω ακόμα.

"Έμαθα γύρισες πίσω για λίγο... Γιατί δεν πήρες τηλέφωνο;", διάβασα το μήνυμα στο κινητό μου. Ήταν η Χριστίνα. Είχαμε να μιλήσουμε δύο εβδομάδες τώρα, σπάνιο φαινόμενο για εμάς. Συνήθως κάθε μέρα μιλούσαμε.

Συγγνώμη.  Κερνάω καφέ στο πατρικό μου.... Ψησου., της απάντησα.

Φυσικά, και δέχθηκε. Μισή ωρα αργότερα ήρθε σπίτι μου. Με αγκάλιασε όσο πιο σφικτά μπορούσε και δεν με άφησε να φύγω εύκολα.

Καλοκαιρινό Φόντο (Βιβλίο #2) Место, где живут истории. Откройте их для себя