Κεφάλαιο 5

557 48 5
                                    

Αρχίσαμε να περπατάμε στην ακρογιαλιά, το χέρι του μη αφήνοντας τον ώμο μου. Με ακουμπούσε τόσο απαλά, ενώ παράλληλα με έσφιγγε όλο και πιο κοντά του.

"Συγγνώμη...", μουρμούρισα κατεβάζοντας το κεφάλι μου.

"Για ποιο πράγμα;", από τον τόνο της φωνής του φαινόταν να είχε ηρεμήσει.

"Για το ξέσπασμα μου... Δεν το ήθελα."

"Δεν χρειάζεται να απολογείσαι. Ένα τέτοιου είδους 'ξεσπασμα' χρειαζόταν. Φαίνεται ήδη να έχεις ηρεμήσει."

"Θα ηρεμήσω.... αν πάμε για τελευταια φορά-", Δεν πρόλαβα να τελειώσω.

"Δεν χρειάζεται να είναι η τελευταία φορά που θα πάμε πίσω. Πάρε όσο χρόνο θέλεις. Αύριο το μεσημέρι μπορούμε να φύγουμε."

Δεν του είπα τίποτα, απλά κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.

Ώρες ώρες γίνεται τόσο καλός μαζί μου που με κάνει να αισθάνομαι αχάριστη απέναντι του. Δεν πρέπει να του φέρομαι τόσο χάλια, και ας με χρησιμοποιεί. Αν το δει κάποιος από την πλευρά μου, δηλαδή μπει στη θέση μου μπορεί να πει πως με βοηθάει. Με βοηθάει να ξεπεράσω ο,τι νιώθω. να γίνω καλά.

***

Το επόμενο απόγευμα.

Σηκωθηκαμε τελικά νωρίς σήμερα το πρωί, και ετοιμαστηκαμε να φύγουμε. Ξύπνησα με έναν κόμπο στο στομάχι, νιώθοντας πως κάτι κακό θα γίνει. Ακολούθησαν ζαλάδες, και κακή διάθεση. Όσο και αν προσπάθησα να το κρύψω, ο Δημήτρης με κατάλαβε. Τον διαβεβαίωσα όμως πως είμαι καλά, και δεν χρειάζεται να ανησυχεί.

Φτάσαμε αργά το απόγευμα στο πατρικό μου. Αφού ξεπεράσαμε τα τυπικά και μιλήσαμε για διάφορα θέματα, δεν άντεξα περισσότερο μέσα. Τακτοποιηθηκαμε στο δωμάτιο μου, και βγήκαμε βόλτα εξω στο χωριό. Απλά για να περπατήσουμε. Μου είχε λείψει κάτι τέτοιο απλό και καθημερινό και λίγος καθαρός αέρας δεν θα έβλαπτε. Μάζεψα τα μαλλιά μου σε μια κοτσίδα και φόρεσα ενα σορτσάκι με ένα απλό λευκό μπλουζάκι. Αρχίσαμε να περπατάμε χωρίς κάποιο συγκεκριμένο προορισμό, και χωρίς να μιλάμε. Ίσως κάτι που έπρεπε να δουλέψουμε εγώ και ο Δημήτρης είναι η επικοινωνία. Έχουμε και οι δύο τόσα πολλά να πούμε, μα δεν βρίσκουμε τον τρόπο.

Το κινητό μου διέκοψε την ησυχία μεταξύ μας. Ο αριθμός ήταν άγνωστος, και σήκωσα διστακτικά το τηλέφωνο.

"Ναι;", ψέλλισα. Ξαφνικά έχασα την φωνή μου, μη γνωρίζοντας γιατί.

"Κατερίνα;", ακούστηκε η φωνή απο την άλλη γραμμή.

Καλοκαιρινό Φόντο (Βιβλίο #2) Donde viven las historias. Descúbrelo ahora