Κεφάλαιο 10

473 45 3
                                    

Βγήκα έξω από το δωμάτιο που βρισκόμασταν όλη αυτή την ώρα. Αγνόησα την παρουσία των υπολοίπων ανδρών στο σπίτι αυτό, και βγήκα εντελώς από τον χώρο. Κατευθύνθηκα με γρήγορο βήμα, έως και τρέξιμο μπορώ να πω στο αυτοκίνητό μου. Το ξεκλειδωσα, και μπήκα μέσα. Τοποθέτησα το κλειδί στην μίζα, χωρίς να 'βάλω μπρος' το αυτοκίνητο.

Έσκυψα, και ακούμπησα το κεφάλι μου στο τιμόνι, ενώ παράλληλα το κρατούσα. Έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να εκλογικευσω τα πάντα. Όχι ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να συμβεί, βέβαια. Μέσα σε λίγους μήνες κατάφερα να μπερδέψω την ζωή μου ακόμα περισσότερο απ'οτι ήταν προηγουμένως.

Πάνω που είχα αποφασίσει να απομακρυνθώ από το παρελθόν μου, η περιέργεια μου ήθελε να ασχοληθώ λίγο ακόμα. Ίσως βέβαια βοηθήσει αυτό μόλις μάθω τα πάντα, να ηρεμήσω. Ίσως όχι.

Οδήγησα πίσω, στο πατρικό μου. Το μυαλό μου είχε κολλήσει, και δεν μπορούσα να βρω κάποιο καλύτερο μέρος να πάω. Μόλις μπήκα μέσα στο σπίτι, η μαμα μου πετάχτηκε σαν ελατήριο από τον καναπέ φορτώνοντας με με ερωτήσεις για το πού ήμουν.

Εγώ της απάντησα απλά "Έξω.".

Φυσικά η απάντηση μου δεν την κάλυψε, οπότε συνέχισε.

"Μαμά, σε παρακαλώ, έχω έναν φοβερό πονοκέφαλο και καθόλου όρεξη.", της είπα πιάνοντας το κεφάλι μου και σωριάστηκα στον καναπέ λίγο πιο δίπλα της.

"Τι θα γίνει με εσένα;", με ρώτησε.

"Ορίστε;", έσμιξα τα φρύδια μου.

"Έχεις καταλάβει τι έχεις κάνει; Είσαι 21. Παρατησες τις σπουδές σου πάνω που ήσουν έτοιμη να τελειώσεις. Παντρεύτηκες έναν τυχαίο, χωρίς να θέλω να τον προσβάλλω. Ίσως να φταιει το ότι πέθανε ο Πέτρος. Εντάξει, πέθανε.. Ήσασταν μαζί... Και; Πάει τώρα. Μας άφησε. Και εσύ είσαι ακόμα στον κόσμο σου. Αμερική-Ελλάδα το έχεις λες και πηγαίνεις βόλτα. Δεν επικοινωνείς με τον υπόλοιπο κόσμο... Τι θα κάνεις με την ζωή σου; Το σκέφτηκες καθόλου;", ξεκίνησε τον μονόλογο της.

"Δεν έχω καμία απάντηση...", της είπα παθητικά και έφυγα για το δωμάτιο μου.

"Θα σταματήσεις πια αυτό το κρυφτούλι; Δεν σε οδηγεί πουθενά.", με ακολούθησε.

"Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω! Είμαι μπερδεμένη!", φώναξα.

"Τουλάχιστον ασχολήσου με τον γάμο σου. Δύο εβδομάδες έχετε παντρεμένοι για όνομα του Θεού και δεν ξέρεις καν που βρίσκεται."

"Μαμά, για το δικό του οικονομικό συμφέρον παντρεύτηκα. Ήταν ευκαιρία και την εκμεταλλεύτηκα. Δεν τον αγαπάω αυτόν τον άνθρωπο. Όπως επίσης δεν σκοπεύω να μείνω πολύ καιρό μαζί του.", της ξεφουρνησα την αλήθεια για μια ακόμα φορά.

Πάνω που ήταν έτοιμη να πει οτιδήποτε ήθελε να πει, μπήκε στο δωμάτιο ο Δημήτρης. 

"Πού στο καλό ήσουν;", ρώτησε και με αγκάλιασε. Δεν ανταποκρίθηκα στην αγκαλιά του, και ξαφνιάστηκα από αυτή του την κίνηση. Τον απομάκρυνα λίγα λεπτά αργότερα από κοντά μου.

"Τι γίνεται εδώ πέρα;", η μαμα ρώτησε φανερά νευριασμενη. Αυτό σημαίνει πως ακολουθούσε 'ανάκριση'. Δεν πρόκειται να καθόμουν όμως.

"Δεν ξέρω αν μπορώ και αν θέλω να σου εξηγήσω. Είναι πολλά. Αν αρχίσεις τις ερωτήσεις όμως εγώ φεύγω.", της είπα.

"Μίλα καλύτερα.", με προειδοποίησε ο Δημήτρης. "Παρακαλώ.", πρόσθεσε.

Κούνησα ειρωνικά το κεφάλι μου και βγήκα έξω στην αυλή να βρω τον σκύλο που μου χάρισε ο Δημήτρης. Μόλις χθες την πήρα, και δεν ασχολήθηκα καθόλου... Έτσι και αποφάσισα να την βγάλω βόλτα στο χωριό. Τι και αν η ώρα κόντευε δέκα το βράδυ, εμείς εδώ είμαστε πιο ελεύθεροι, ειδικά το καλοκαίρι.

Έφυγα πάλι χωρίς να πω τίποτα, και φυσικά χωρίς να πάρω το κινητό μου. Το είχα απενεργοποιήσει άλλωστε πολλές ώρες πριν. Με το πέρασμα της ώρας, συνειδητοποιούσα πόσο παιδιάστικη είναι η συμπεριφορά μου τελευταία. Την μια ημέρα όλα είναι καλά, και την άλλη απλά τα κάνω άνω κάτω. Έχει αρχίσει να με κουράζει αυτή η κατάσταση, πόσο μάλλον τους υπόλοιπους γύρω μου.

Γύρισα σπιτι στις δώδεκα παρά σύμφωνα με το ρολόι της κουζίνας. Όλοι φαινόταν να κοιμόντουσαν οπότε πήγα και εγώ στο δωμάτιο μου. Εκεί με περίμενε ο Δημήτρης ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και φαινόταν να κοιμάται. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου προσπαθώντας να μην κάνω φασαρία. Απέτυχα βέβαια, όπως πάντα. Μουρμούρισα ένα βρισίδι και ο Δημήτρης γέλασε ελαφρά μαζί μου. Σηκώθηκε και άναψε το μικρό φωτιστικό πάνω στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι μου.

"Δεν κοιμόμουν...", ψιθύρισε.

"Μμμ, ναι το κατάλαβα..."

Άρχισα να ξεντυνομαι μπροστά του.

"Ώπα.. τι κάνεις; Περίμενε να γυρίσω τουλάχιστον."

"Αμάν μωρέ Δημήτρη πώς κάνεις έτσι; Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε.", είπα και έβγαλα την μπλούζα και το παντελόνι μου. Γύρισα και έβγαλα μια μακριά μπλούζα από την ντουλάπα. Έβγαλα και το σουτιέν μου. Έπειτα φόρεσα την μπλούζα και έμεινα μόνο με αυτήν και το εσώρουχο μου. Όλη αυτή την ώρα ο Δημήτρης με είχε καρφώσει με το βλέμμα του και το απολάμβανα.

"Πήγαινε πιο πέρα θέλω να ξαπλώσω....", του ειπα ναζιάρικα.

Αφού βολεύτηκα γύρισε και μου είπε "Θα κοιμηθείς τώρα ε;"

"Αναλόγως τι θέλεις εσύ...", του απάντησα χαμογελώντας πονηρά.

****

Συγγνώμη που άργησα σχεδόν μια εβδομάδα να ανεβάσω! xx

Καλοκαιρινό Φόντο (Βιβλίο #2) Donde viven las historias. Descúbrelo ahora