Πρόλογος

448 56 53
                                    

ΤΟΤΕ.

Το ξυπνητήρι σήμανε έντεκα. Αναστεναξα και καλυψα το προσωπο μου με το πάπλωμα. Πως συχαινομουν τα Σάββατα. Παλιά συνήθιζαν να είναι τα αγαπημένα μου αφού ηταν μετα την Παρασκευή και το βασανιστήριο του σχολείου τελείωνε. Τώρα όμως είχε γίνει η χειρότερη μου. Κάθε Σάββατο πηγαίναμε και καπου. Δεν υπήρχε μέρα που να κάτσω σπίτι να ξεκουραστω. Η πόρτα άνοιξε απότομα και βήματα ηχησαν στο δωματιο. Άπλετο φως ξεχύθηκε απο τις κουρτίνες που μόλις άνοιξε η μητέρα μου, και έπιασε κάθε γωνία του δωματιου μου.
-Αγάπη μου σήκω πρεπει να φύγουμε είπε εκείνη με την γλυκιά φωνη της. Το χερι της έπιασε το πάπλωμα και το τράβηξε μακρια μου. Τα όμορφα πράσινα ματια της συνάντησαν τα δικά μου και ενα μεγάλο χαμόγελο απλώθηκε στα κατα κόκκινα
χείλη της.
-Ας μην πάμε σημεραα της είπα ναζιαρικα και εκείνη έκατσε δίπλα μου.
-Καταλαβαίνω πως εχεις βαρεθεί μα την ξέρεις τη γιαγιά. Αν επιμένει δεν μπορείς να φέρεις καμια απολύτως αντίρρηση. Χάιδεψε το προσωπο μου με τα ζεστά χέρια της και έπειτα έφυγε. Κοίταξα εξω απο το παράθυρο. Ο ουρανός ηταν μουντος μα ήλιος υπήρχε. Σηκωθηκα και αφού με γρήγορες κινήσεις έστρωσα το κρεβάτι μου κατευθύνθηκα στο μπάνιο. Η βαρετή ρουτίνα που κάθε πρωι εκανα είχε αρχίσει. Μόλις τελείωσα έμεινα να κοιτάζω το ταλαιπωρημένο πρόσωπο μου στον καθρέπτη. Μαύροι τεράστιοι κύκλοι είχαν απλωθεί κάτω απο τα γαλάζια ματια μου. Εκείνα τα γαλάζια μάτια. Κανείς στην οικογένεια δεν είχε ίδια με τα δικά μου πράγμα άκρως περίεργο. Αναστεναξα και αφού βγήκα απο το μπάνιο, πήγα στην ντουλάπα μου. Κοίταξα τα λιγοστά ρούχα που υπήρχαν μέσα και διαλεξα ενα αθλητικό συνολοκι. Δεν ήμουν ο τύπος του κοριτσιού που θα είχε απειρες μπλούζες και τζιν ή που δεν θα ηξερες ποιο απο τα εκαττομύρια κραγιόν να διαλεξεις. Ειχα λιγα και απαραίτητα. Αφού τελείωσα και με αυτο επιασα τα μαλλιά μου εναν ψηλό κότσο, εβαλα λιγη απο την κολονια μου και αφου πηρα το κινητό, έφυγα.
-Μαμα που είναι τα παπούτσια μου; ρωτησα καθώς σαστισμενη δεν τα είδα εκεί που κανονικά θα έπρεπε να ειναι.
-Στο μπαλκόνι σου. Στα επλινα χτες και τα έβαλα εκεί να στεγνώσουν την άκουσα να λέει και ανακουφισμενη μπηκα ξανά στο δωμάτιο. Με εναν δυνατό και ανατριχιαστικό θόρυβο η πόρτα άνοιξε. Ένας δροσερός αέρας άγγιξε το σωμα μου και αμέσως εσκιψα να πάρω τα μαύρα stan smith παπούτσια μου. Το βλέμμα μου καρφώθηκε σε εναν άντρα. Βρισκόταν κάτω απο το σπίτι μας και με κοίταζε με μάτια παγερα. Ενα ρίγος διαπέρασε αποτομα το σωμα μου.
-Καποτε πρέπει να την φτιαξω αυτήν την πόρτα άκουσα τον πατερα μου να λέει και αναπυδισα τρομαγμένη.
-Ν-ναι τραυλισα και τον κοίταξα.
-Γλυκιά μου όλα καλά; με ρώτησε εκείνος με μια δόση ανησυχίας στο πρόσωπο του. Γυρισα το κεφάλι μου στο σημείο που βρισκόταν ο άνδρας μα δεν ηταν κανείς.
-Ναι μπαμπά μου όλα μια χαρά είπα με ενα ψεύτικο χαμογελο και τον φιλησα βιαστικά στο μάγουλο πριν φύγω. Τον άκουσα να κλείνει την μπαλκονόπορτα όσπου ήρθε και εκείνος κάτω.
-Λοιπόν έτοιμες; μας ρώτησε μόλις πήρε τα κλειδιά του.
-Έτσι λέμε είπε αναστεναζοντας η μητέρα μου και αφού γελασαμε, ανοιξαμε την πόρτα και φύγαμε.

The Spirit Where stories live. Discover now