Κεφάλαιο 1

284 43 31
                                    

ΤΩΡΑ.

Σηκωθηκα απο τον καναπέ πιασμενη. Αναστεναξα. Αλλη μια μέρα είχε περάσει και με είχε βρει εδω, στον καναπέ, με τον υπολογιστή στα πόδια να ψάχνω. Εδώ και καποια χρονια αυτό εκανα. Έψαχνα να βρω εκείνον. Ποιος ηταν και τι σχέση έχει με το ατύχημα των γονιών μου; Άφησα τον υπολογιστή στο τραπέζι και προχωρησα προς την κουζίνα. Ένας καλός καφές ειναι οτι πρεπει αυτή τη στιγμή. Επιασα την μαύρη φλιτζανα μου και έβαλα μέσα τον έτοιμο απο χτες το βράδυ καφέ μου. Προχωρησα ξανά προς τον καναπέ και αφού ήπια μια μεγαλη γουλια, εγειρα το κεφάλι μου πίσω και εκλεισα τα ματια μου προσπαθώντας να χαλαρωσω.
-Ποιος ειναι παλι ξεφυσηξα μόλις άκουσα την πόρτα να χτυπάει. Ανοιξα τα ματια μου και με αργές κινήσεις εφτασα στην πόρτα.
-Καλημεεερα άκουσα τον Ντέιμον να λέει και μπήκε μέσα με γρήγορο βήμα. Εκλεισα την πόρτα πίσω του και πήγα ξανά στον μικρό καναπέ μου δίχως να του πω κουβέντα. Σου έφερα να φας τα αγαπημένα σου κρουασανακια είπε εκείνος και τα έφερε μπροστα μου.
-Δεν πεινάω απαντησα ξερά και εκανα το χερι του στην άκρη.
-Φειθ έχεις αδυνατίσει πολύ. Φάε έστω ενα επέμεινε εκείνος.
-Δεν πεινάω είπα ξανά με εναν πιο δυνατό τόνο στη φωνή μου.
-Όπως θέλεις αναστεναξε εκείνος και έκατσε δίπλα μου. Βρηκες τίποτα; είπε τελικά διακόπτοντας την ησυχία που επικρατούσε.
-Ναι και τα συνδιαζω σιγά σιγά απαντησα και χαμηλωσα το κεφάλι.
-Τι; Δηλαδή; είπε εκείνος έκπληκτος και με κοίταξε.
-Δηλαδή βρίσκω το ενα τίποτα μετα το άλλο Ντέιμον. Παντα τίποτα. Εδώ και τρεία χρόνια ΤΙΠΟΤΑ φωναξα αγανακτησμενη και έπεσα στο πάτωμα κλαίγοντας.
-Κατι θα βρούμε μικρή μην αγχωνεσαι είπε εκείνος χαιδευοντας τα μαλλια μου.
-Τι θα βρούμε Ντέιμον; Απο τον ουρανό θα πέσουν; Ειναι μάταιο πια μα δεν μπορω να σταματήσω. Πρεπει να βρω ποιος είναι. Γιατί ηταν στο σπίτι μου εκείνο το πρωι και τι δουλεια είχε στο σημείο του ατυχήματος. Πως ήξερε το όνομα μου; Γιατί με φώναζε; Τι ήθελε τέλος πάντων απο εμένα; ελεγα μέσα στους λιγμους μου.
-Το ειπες και μονη σου ειναι μάταιο. Ισως και να ηταν της φαντασιας σου Φειθ. Οπως ειπες δεν έχει εμφανιστεί ξανά και εκείνο το πρωι, όταν γυρισες ξανά δεν τον ειδες. Αστο να φύγει πια και μην ταλαιπωρεις άλλο τον εαυτό σου. Τα χείλη του άγγιξαν το κούτελο μου και έπειτα με έσφιξε ξανά στην αγκαλιά του. Κρουασανακι; είπε τελικά και το έφερε ξανά μπροστα στη μύτη μου. Κοίταξα τα πράσινα ματια του και χαμογέλασα.
-Ευχαριστώ απαντησα και το δέχτηκα με χαρά.
-Το ήξερα πως δεν μπορείς να αντισταθεις είπε και γέλασε. Τον χτυπησα παιχνιδιάρικα στην κοιλιά και εκείνος σώπασε αμέσως σκουπίζοντας με το δάχτυλο του τα δάκρυα μου.

The Spirit Donde viven las historias. Descúbrelo ahora