Κεφάλαιο 16

159 24 58
                                    

Ντίλαν POV
Το πρώτο πράγμα που εκανα μόλις σηκώθηκα ήταν να παω να μαζεψω το πτώμα του Ντέιμον. Με ενα γρήγορο τρέξιμο εφτασα στο υπόγειο που προς μεγάλη μου έκπληξη ηταν άδειο.
-Είχε μυρίσει ο τόπος και έτσι το πεταξα στο ποταμι ακούστηκε μια φωνη πίσω μου. Γυρισα και είδα τον Χέντρικ να με κοιτάζει με ενα φτυάρι στο χερι του.
-Και αυτό; ρωτησα μπερδεμένος.
-Στην λάβα δεν ήθελες να παει; Ε στην λάβα τον πεταξα. Το χαμόγελο εμφανίστηκε αμέσως στο πρόσωπο μου και δώσαμε τα χέρια.
-Παει και αυτό αναστεναξα και εκείνος γέλασε.
-Ήθελες δεν ήθελες τον σκοτωσες είπε και τον κοίταξα.
-Ατύχημα απάντησα και ξεσπασμαμε σε γέλια.
-Άντε πάμε να κλειδωσω είπε κανοντας μου νόημα να βγω εξω και υπάκουσα. Απερίγραπτη χαρά έλουσε το σωμα μου και το χαμόγελο δεν έφευγε λεπτο απο τα χείλη μου.
-Ει Χένρικ φώναξα τελικά σταματώντας τον. Γύρισε απότομα ενώνοντας τα ματια του με τα δικά μου. Θα έρθεις στη μαχη σήμερα ετσι; Τα λογια μου φάνηκε να τον χαρωπιησαν ιδιαίτερα.
-Θα το ήθελα μα κάποιος πρέπει να μείνει. Είχε δίκιο. Όλοι οι αρχιδαιμονες θα βρισκομασταν εκεί και κάποιος έπρεπε να μείνει. Του χαμογελασα δίχως να πω κουβέντα και του γύρισα την πλάτη φεύγοντας.

Προχώρησα στο παλάτι οπου και είχα ραντεβού με τον Λουσιφερ. Τα νέα είχαν φτασει και πλεον όλοι ήξεραν τον θάνατο του τρανου πολεμιστή μας. Προσπερασα όλες τις πόρτες μέχρι να βρεθώ στην τελευταία και καλύτερη. Χτυπησα δυο φορές και ανοίγοντας, είδα τον Λουσιφερ να με κοιτάζει με ενα τεράστιο χαμόγελο.
-Το ήξερα οτι θα τα καταφερνες. Με επαίνεσε κάνοντας μου μια γρήγορη αγκαλιά και έπειτα καθησα στην καρέκλα απέναντι του.
-Μας μένει η Φέιθ πρόσθεσα υπενθυμίζοντας του πως δεν ειχαμε τελειώσει ακόμα οριστικά.
-Έννοια σου και θα παει να τον βρει σύντομα. Τα μάτια του καρφώθηκαν εξω απο το παράθυρο και άφησε ενα γελακι να ξεφύγει απο τα χείλη του.
-Α δεν σου ειπα. Ο Ίθαν με την Φέιθ. Ζευγαρι. Γελασα και ο Λουσιφερ μιμήθηκε τις κινήσεις μου.
-Απο ποτε; ρώτησε μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
-Κάτι μέρες; Δεν γνωρίζω απάντησα ενω το μυαλό μου σκέφτηκε αμέσως το ίδιο πράγμα όπως και εκείνου.
-Μείον τρεις είπε τελικά και οι σκέψεις μου επιβεβαιώθηκαν.
-Που το βλέπετε το αστείο; ρωτησε η Μπλερ μπαίνοντας μέσα.
-Στον Ίθαν και την Φέιθ απάντησα και εκείνη έμεινε κόκαλο.
-Τόσο γρήγορα ξέχασε τον Ντέιμον; πρόσθεσε με ενα γελακι και αμέσως γνεψαμε καταφατικά.

Φέιθ POV
Ουτε και εγώ η ίδια δεν ξέρω πως κοιμηθηκα μετα από εκείνον τον αβασταχτο πόνο. Όλοι γύρω μου είχαν τρομάξει. Ο Ίθαν ηταν εκείνος που βρισκόταν κοντά μου και μη έχοντας αλλη λύση, τους φώναξε ολους. Η κατα κάποιο τροπο σχέση που ειχαμε αποκαλύφθηκε. Άλλοι με μισούσαν που ξέχασα τόσο γρήγορα τον Ντέιμον μα άλλοι ηταν χαρούμενοι που είχα καταφέρει να τον ξεχάσω και να προχωρησω μπροστα. Σηκώθηκα απο το κρεβάτι και το πρωτο πράγμα που εκανα, ηταν να μπω στο μπάνιο για ενα ζεστό ντουζ. Αφησα το κρύο νερό να κυλήσει στο σωμα μου και εκλεισα τα ματια μου διαγράφοντας κάθε σκέψη απο το μυαλό μου. Βγηκα βάζοντας καθαρά ρούχα ενω στεγνωσα τα μαλλια μου πιάνοντας τα εναν απλό κότσο. Ανοιξα την πόρτα και κατευθύνθηκα στην αυλή. Τα παντα γύρω μου έμοιαζαν μουντά. Δεν ακουγες κανένα γέλιο ή οπως τις περισσότερες φορές ατομα να τσακώνονται. Ο κάθε ένας χαμένος στις σκέψεις του και αποκομμένος απο τους αλλους. Προχωρησα προς το παλάτι μα ένας θόρυβος μου τράβηξε την προσοχή. Περπατούσα αργά ενω για κάποιο λογο το όλο σκηνικό είχε επηρεάσει αρνητικά την ψυχολογία μου. Ο θόρυβος κατέληξε σε λιγμους ενώ μια φιγούρα μπροστα μου αρχισε να παίρνει σιγά σιγά την μορφή της Χλόης. Ετρεξα κοντά της και την πήρα αγκαλιά θέλοντας να την κάνω να ηρεμήσει απο αυτό το άγνωστο που ηταν η αιτία για να κλάψει.
-ΕΣΥ τσιρηξε σπρώχνοντάς με μακριά. Αρχισε να τρέχει μακρια μου σαν κυνηγημένη.
-Χλόη στάσου φωναξα ενω ετρεξα ξοπισω της για να την προλαβω. Δίχως να προλαβω να αμυνθω μια μπάλα πάγου βρέθηκε στο πρόσωπο μου απο τα χέρια της.
-Μεινε μακριά μου την άκουσα να λέει. Σηκώθηκα απο το χώμα ενω την έβλεπα να απομακρύνεται. Άρχισα να τρέχω προς το παλάτι μα μια φωνη με σταμάτησε.
-Κολεν ευτυχώς μονολογισα ενω τον πλησίασα. Κάποιοι άγγελοι είχαν γυρίσει στο μέρος μου. Με κοίταζαν με στοργή και μίσος. Δεν μπορουσα να καταλαβω τι είχα κάνει.
-Δεν εμαθες; ρώτησε ενω είχε καταλάβει απο την έκφραση μου πως τα είχα χαμένα. Του εγνεψα αρνητικά και εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι. Ο Ντέιμον ειναι νεκρός. Λογια σαν μαχαίρια βγήκαν από τα χείλη του που τρυπούσαν την καρδιά μου ασταμάτητα. Τα γόνατα μου λύγισαν ενω το βλέμμα μου έμεινε κολλημένο στο κενό.
-Φέιθ είπε μια φωνη ενω δυο χέρια τυλίχτηκαν στη μέση μου. Ένιωθα την κολονια του Ντάρεν να τρυπάει τα ρουθούνια μου. Το σωμα μου έτρεμε απο θυμό. Έτρεμε για εκείνον που σκότωσε τον Ντέιμον. Για εκείνους που με κοιτούσαν με στοργή και συμπόνια.
-Ασε με είπα απότομα απομακρύνοντας τον Ντάρεν απο κοντά μου.
-Φειθ-
-Σταματά εκοψα τον Ίθαν πριν μιλήσει. Ήθελα να κλάψω και να ουρλιαξω. Να χτυπησω και να βρισω. Άρχισα να τρέχω προς μια άγνωστη κατεύθυνση μέχρι που κάτι έκλεισε τον δρόμο μου. Εσύ.

The Spirit Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz