Κεφάλαιο 2

284 38 30
                                    

Δεν κατάφερα να πεισω τον Ντέιμον και έτσι, έμεινε μαζί μου όλο το βράδυ. Τώρα η ωρα ηταν έντεκα και ο ήλιος φαινόταν μικρός αναμεσα στα σύννεφα. Κοίταζα το μύνημα του αγνώστου άντρα μπερδεμένη. Ηταν σίγουρο πως θα ερχόταν μα αυτή τη φορά έπρεπε να τον βρω εγώ πρωτη. Άφησα την άδεια κούπα του καφέ στο τραπεζάκι και ανεβηκα στο δωμάτιο μου. Φορεσα την γκρι φόρμα μου με μια φουτερ και αφού πήρα κλειδιά και κινητό σταθηκα πίσω απο την πόρτα. Πλησιασα το χερι μου στο χερούλι και ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε το κορμί μου. Μόλις η παλάμη μου τυλίχτηκε ολόκληρη γύρω του ένιωσα το ίδιο αίσθημα να με κατακλύζει μα δεν το έβαλα κάτω. Άνοιξα την πόρτα και άρχισα να τρέχω μακρια μόλις εκείνη έκλεισε πίσω μου. Ένιωθα δυο ματια κολλημένα επανω μου μα δεν σταμάτησα. Ετρεχα με το ζόρι αφού η δύναμη μου αρχισε να εξασθενεί μέχρι που κάτι μαυρο σαν σκιά με προσπέρασε. Ενα κρύο αεράκι άγγιξε το σωμα μου και σταμάτησα. Κοίταξα γύρω μου. Ένιωθα πως έτρεχα λεπτά μα είχα κιόλας φτάσει στο σημείο του ατυχήματος. *Φέιθ* άκουσα την ίδια φωνη να μου λέει ξανά. Εκλεισα τα ματια μου θέλοντας να ηρεμησω.
-Δεν θα το βάλεις κάτω ελεγα στον εαυτό μου. *Φέιθ* έλεγε ξανά και ξανά η φωνη που όσο πήγαινε ακουγόταν και πιο κοντά μου. Ξαφνικα τα πόδια μου λύγισαν και διπλωθηκα στα δυο. Εβγαλα ενα μουγκριτο μα ανοιξα ξανά τα ματια μου και προσπάθησα να σηκωθω. Το σωμα μου πάγωσε κοιτάζοντας την μορφή του. Εκείνος ηταν ξανά μπροστα μου. Τα γαλάζια παγερά του ματια κάρφωναν τα δικά μου. Ηταν τόσο ίδια. Ηταν τόσο ψηλός και το σωμα του τοσο γυμνασμενο που νομιζες πως βρισκόσουν μπροστα σε βουνό. Τα χείλη του κόκκινα σαν τον τριαντάφυλλο και σαρκώδεις που ήθελες μονο μιας να τα γευτεις. Τα χέρια του άγγιξαν τους αγκώνες μου, σταματώντας το τρέμουλο που δεν είχα καταλάβει πως είχα. Ενα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου και τα χείλη του σχοιματησαν ενα μακρύ χαμόγελο.
-Φέιθ είπε και οι ματιές μας κλειδωθηκαν.
-Εσύ είπα μπερδεμένη μα δεν πήρα το βλέμμα μου απο πανω του. Ποιος είσαι; Τι θέλεις απο εμένα; Γιατί πήρες την οικογένεια μου μακρια; είπα τελικά και με μια κινηση απομακρινα τα χέρια του απο πανω μου. Εκείνος χαμογέλασε ξανά και έμεινε να με κοιτάζει που σιγά σιγά απομακρινομουν. ΛΕΓΕ ουρλιαξα και ένιωθα το σωμα μου να τρέμει απο θυμό.
-Μόλις με συναντησες και ξεκινησες έτσι; Δεν θα με ρωτήσεις το όνομα μου πρώτα; είπε και ενα γελακι του ξέφυγε.
-Γελοιε ΣΕ ΜΙΣΩ φωναξα και άρχισα να τρέχω μακρια του μέχρι που έπεσα με δύναμη κάτω. Ένιωθα ενα βαρος στο σωμα μου και μόλις γυρισα τον είδα πεσμένο απο πανω μου.
-Ας πάμε κάπου οι δυο μας τον άκουσα να λέει πριν το χερι του αγγίξει το κεφάλι μου και τα πάντα γύρω μου πάρουν ενα μαυρο χρώμα.

The Spirit Where stories live. Discover now