Κεφάλαιο 8

150 27 50
                                    

Καθόμουν στο κρεβάτι. Είχαν περάσει λιγα λεπτά μετα απο την ξαφνική επιθεση. Επιτέλους είχα δει τον πραγματικό εαυτό του Ντέιμον. Είχε φτασει η στιγμή να μάθω την πραγματική ταυτότητα του. Να μάθω πως ειναι ένας δαίμονας. Ηταν σαν εμένα μα κάτι που δεν μπορουσα να καταλάβω ήταν τι έκανε στο παλάτι. Γιατί ηταν με τους αγγέλους; Η πόρτα χτύπησε δυο φορές και έπειτα άνοιξε. Μια άχαρη φιγούρα σχοιματιστηκε και ο Ντέιμον μπήκε μέσα.
-Συγνώμη αν ενοχλω είπε τελικά και κάθησε απέναντι μου.
-Ντέιμον-
-Μη. Μην πεις τίποτα Φέιθ. Ο Ντάρεν περιμένει εξω. Θα σε πάρει και θα πάτε μαζί στο παλάτι. Εδώ κινδυνεύεις. Γνωρίζουν που μένω και δεν θα διστάσουν να επιτεθούν ξανά.
-Μα Ντέιμον-
-Φέιθ σε παρακαλώ, πήγαινε είπε τελικά και χαμήλωσε το κεφάλι του. Σηκωθηκα χωρίς να πω κουβέντα και προχώρησα προς την πόρτα. Του εριξα μια τελευταια ματιά και έπειτα, με δάκρυα στα ματια ετρεξα μακρια του. Βγηκα εξω οπου και είδα τον Ντάρεν να με περιμένει στην αυλή. Ετρεξα κοντά του και έπεσα στην αγκαλιά του. Δεν ήξερα γιατί μα εκείνη η αγκαλιά, απο τον οποιαδήποτε, ηταν το μονο που χρειαζομουν. Εκείνος δεν είπε τίποτα. Άνοιξε απλα τα φτερά του και φύγαμε μακρια.

Ντέιμον POV
Άκουσα την πόρτα πίσω μου να κλείνει και η παλάμη μου σχοιματησε γροθιά. Σηκωθηκα απότομα όρθιος και κοπανησα το χερι μου στον τοίχο. Κοίταξα την μικρή ρωγμή που ειχα προκαλέσει και αμέσως εκλεισα το κεφάλι μου, στα χέρια μου. Πως ήρθαν έτσι τα πράγματα. Γιατί; Είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη της, την αγάπη της και τώρα; Τώρα ήρθε ο Ντιλαν και τα διάλυσε όλα.
-Γαμωτο σου Ντέξτερ τι έκανες. Έφυγες και άφησες όλο το βάρος πανω μου. Σηκωθηκα όρθιος και προχωρησα προς την κουζίνα. Πήρα το κρύο μπουκάλι με το νερό και άφησα το υγρό να κυλήσει στον λαιμό μου. Κοπανησα το πλαστικό στο μάρμαρο και αφού έσπασε, έβαλα το καπάκι και το πέταξα απευθείας στον κάδο. Γεμάτος οργή βγήκα έξω, και ανοίγοντας τα φτερά μου πεταξα προς το παλάτι. Σταθηκα εξω απο την μεγάλη καγκελόπορτα και έμεινα να κοιτάζω τους αγγέλους που εκοβαν βόλτες. Τους γύρισα πλάτη και κοίταξα προς το χώμα. Πήρα μια μεγάλη, βαθιά ανασα και έπεσα με φόρα κάτω. Πέρασα μέσα απο την μαγικη τρύπα και βρέθηκα αμέσως στον Κάτω Κόσμο. Φορεσα προσεκτικά την κουκούλα στο κεφάλι μου και ανοιξα τα φτερά μου. Άρχισα να προχωραω μέσα στο πληθος των δαιμόνων με επιτυχία. Ανεβηκα γρήγορα τα σκαλιά και μπήκα στο κάστρο. Περνουσα με ευκολία τους γνωστούς για εμένα διαδρόμους μέχρι που εφτασα στην πόρτα που ήθελα. Μαυρο χρωμα με δυο φτερά. Χωρίς να χτυπησω, μπήκα μέσα και βρήκα τόν γλυκό, πρωην βασιλιά μου να κάθετε αναπαυτικά στην καρέκλα.
-Πόρτα σπίτι σου δεν εχεις; ακούστηκε η βραχνια φωνη του.
-Δεν είχα ποτε σπίτι οποτε ούτε πόρτα. Δυστυχώς προστεσα και καθησα στην καρέκλα.
-Πως τολμάς να μιλάς ετ- πήγε να πει πριν βγάλω την κουκούλα και αποκαλυψω το προσωπο μου.
-Ελεγες κάτι γλυκιε μου Λουσιφερ; είπα με το σωμα μου να τρεμει απο θυμό και ενα ψεύτικο μα συνάμα σαρκαστικό χαμόγελο να ειναι στο προσωπο μου.
-Εσύ. Προδότη είπε και σηκώθηκε απότομα.
-Προδότη να πεις τη μάπα σου. Έτσι και τολμήσει κάποιο απο τα τσιράκια σου να πλησιάσει την Φειθ, να το ξέρεις πως θα τον διαλυσω φωναξα, χτυπώντας το χερι μου στο γραφείο. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως θα το πηγαινα χαλαρά μα δεν αντεξα, τα λόγια του με έκαναν να χάσω την ψυχραιμία μου.
-Οτι γουσταρουμε θα κάνουμε. Δεν ανηκεις σε εμας πια γρυλισε και εκείνος ενω απότομα βρέθηκε δίπλα μου.
-Τι δεν κάνω λέει; Σε παρακαλώ, εσύ ιδικά ξέρεις οτι ανηκω περισσότερο απο τον κάθε ενα εδώ πέρα. Ειχαμε φτασει σε απόσταση αναπνοής και τα νεύρα μας είχαν αγγίξει κοκκινο.
-Χάσου απο εδώ μεσα φώναξε τελικά και με έσπρωξε μακριά. Τον κοίταξα συγκρατημένος και προχωρησα στην πόρτα.
-Εγώ σε προειδοποίησα είπα και κοπανοντας την πόρτα, εξαφανίστηκα.

The Spirit Where stories live. Discover now