Κεφάλαιο 20

94 20 16
                                    

Ντέιμον POV
Η μέρα είχε έρθει. Ο Ντέξτερ κοιμόταν ακόμα μα εγώ ήμουν καθισμένος κοιτάζοντας εξω. Οποίος τον είχε κλειδώσει εδώ μέσα τον ήθελε για πάντα εδώ. Έπρεπε να σκοτώσουμε εκείνα τα τέρατα αλλιώς άλλος τροπος διαφυγής δεν υπήρχε. Χτες μου μίλησε. Τα λογια του έρχονταν ακόμα στο μυαλό μου. Πως άντεξε.

FLASHBACK
Καθισμένος ενα ακόμα βραδυ στο άθλιο αυτό κρεβάτι. Ο καιρός ηταν μουντος ενω μικρες σταγόνες βροχής άρχισαν να κυλούν στα σκονισμένα και παλιά τζάμια. Κοίταξα την πόρτα. Δυο χρόνια εδώ μέσα και κάθε απόπειρα πήγαινε στραφη. Σταθηκα μπροστα της. Με αργες κινήσεις αγγιξα το χερούλι και ενα αεράκι χτύπησε απαλά το σωμα μου μόλις εκεινη άνοιξε. Εκανα ενα βήμα παραπέρα. Δεν ήρθε κανεις. Ίσως είχαν φύγει. Άλλαζαν σε βάρδιες. Δεν γνωρίζω. Είχα παρατηρήσει εκείνο τον μικρο δρομο. Ηταν σκοτεινός μα δεν υπήρχε αλλη έξοδος. Εκλεισα την πόρτα πίσω μου ενω συνέχιζα να περπαταω. Το ενα βημα έγινε δυο και τα δυο τρεία ώσπου έβαλα τα δυνατά μου και άρχισα να τρέχω μακρια απο εκείνο το καλύβι. Δεν με είχε δει κανεις. Περασα στον σκοτεινό διάδρομο βάζοντας περισσότερη δύναμη. Κοίταξα πίσω μου. Νόμιζα πως κάποιος με κυνηγούσε. Κανεις. Κοίταξα παλι μπροστα και με χαρά είδα ενα κενό μεγαλο κυκλο. Στμάτησα. Εκείνη ηταν η ευκαιρία μου. Ανοιξα τα φτερά μου και έτοιμος να βγω απο εδώ μέσα, ενα σχοινί έδεσε τα πόδια μου ώσπου έπεσα ατσαλα στο έδαφος.
-Νομίζεις πως θα ξεφύγεις τόσο εύκολα; άκουσα μια φωνη. Κοίταξα τα χαρακτηριστικα του. Ξανθά μαλλια και γαλάζια ματια. Ο γιος του Ρααρ.
-Ασε με να φύγω επιτέλους Ίθαν. Η φωνη μου βαριά. Ήμουν εξουθενωμένος. Το γέλιο του ηχησε στο χώρο και με ενα σφύριγμα του, τρεις άνδρες ήρθαν και με έπιασαν απο τα μπράτσα.
-Πηγαινετε τον πίσω. Μείνετε εκεί για παντα. Δεν θέλω κανεις να φύγει. Διαταγή. Με ενα κούνημα του κεφαλιού τους με σήκωσαν και με εβαλαν για αλλη μια φορά μέσα σε εκείνη τη φυλακή.
Είχα την ευκαιρία μου. Αυτό ηταν.
END OF FLASHBACK

Το μυαλο μου αδυνατούσε να πιστέψει πως ο Ίθαν ηταν δαίμονας. Βέβαια οι δυνάμεις του δεν εξηγούνταν αλλιως αλλά και παλι δεν το χωρούσε ο νους μου. Άραγε ο γιος του Βίκτωρ που βρισκόταν. Ζούσε; Ηταν καλά; Άφησα εναν μικρο αναστεναγμό να φύγει απο τα χείλη μου και προχώρησα προς την πορτα. Την ανοιξα σιγανα. Έπρεπε να φύγουμε απο εδώ.
-Μη θα ρθουν άκουσα τη φωνη του Ντέξτερ. Γυρισα και τον κοίταξα χαμογελώντας.
-Ας έρθουν. Του επιασα το χερι και τον έβαλα μπροστα μου. Μόλις σου πω θα τρέξεις κάτω.
-Ντέιμον τι λες; στη φωνη του διέκρινες φόβο.
-Κανε οτι σου είπα Ντέξτερ. Εκλεισα την πορτα πίσω μας μια για παντα. Αρχίσαμε να προχωράμε σιγα και με μικρά βήματα. Είχαμε φτασει στο τέλος μέχρι που είδα τα τέρατα να έρχονται με φορά στο μερος μας. ΤΡΕΧΑ ουρλιαξα και εκείνος υπάκουσε αμέσως. Γυρισα και τους κοίταξα τρέχοντας με την όπισθεν. Δυο μπάλες φωτιάς έφυγαν απο τα χέρια μου και προσγειώθηκαν στην κοιλιά και το πρόσωπο του πρώτου.
-Ντέιμον που πάω; άκουσα την φωνη του Ντέξτερ.
-Όλο ευθεία μέχρι τον κύκλο που ειχες δει. Ένας παγερος αέρας βγήκε απο το στόμα του ενος ρίχνοντας με κατω. ΣΥΝΈΧΙΣΕ φωναξα του Ντέξτερ μέχρι που χάθηκε απο το οπτικό πεδιο μου. Οι τρεις άνδρες ήρθαν πάνω μου και χαμογελασαν σατανικά. Τους ανταπέδωσα το χαμόγελό δίνοντας μια κλοτσιά σε εκείνον απέναντι μου. Ο ένας επιασε το ποδι μου γυρνώντας με ανάποδα μα εκείνο που δεν ήξερε ηταν πως ήμουν αρχάγγελος του πολέμου. Το σπαθί μου εμφανίστηκε στο χερι μου και πέρνοντας φορά, το καρφωσα στο λαιμό εκείνου που με κρατούσε. Έπεσα στο έδαφος ατσαλα και τρομαγμένος είδα πως είχε μείνει ένας. Βάζοντας τρικλοποδιά του τελευταίου, καρφωσα το μαχαίρι στην κοιλιά του και ετρεξα αμέσως στον Ντέξτερ.
-ΝΤΈΙΜΟΝ ΜΗ ούρλιαξε εκείνος μόλις με είδε. Ένας άνδρας με μαύρη κουκούλα βρισκόταν μπροστα του ενω η μυτερή άκρη του σπαθιού, πίεζε απειλητικά τον λαιμό του.
-Ενα βήμα να κανεις και ειναι νεκρός. Μια κρύα και βαριά φωνη ηχησε στο δωμάτιο.
-Άφησε τον και δεν θα πάθει κανεις τίποτα. Το γέλιο του άντρα ηχησε στο δωμάτιο ενω τα ματια του καρφώθηκαν πανω μου. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό μόλις εκείνος με πλησίαζε μα το σπαθί μαγικά ισορροπούσε μονο του στον αέρα.
-Είσαι τόσο αστείος τελικά. Σταθηκε απέναντι μου με ενα χαζο χαμόγελο.
-Οτι θέλω είμαι. Δεν θα το πω δεύτερη φορά. Ή τον αφήνεις ή είσαι νεκρός. Αρχισε να γελάει ξανά και με μια κινηση του χεριού του, πετάχτηκα στον τοίχο μακρια.
-Ποιος νομίζεις οτι είσαι; τα βήματα του ηχουσαν δυνατα στο δωμάτιο μέχρι που βρέθηκε μπροστα μου.
-Δεν νομιζω. Είμαι είπα αποφασίστηκα και οι παλάμες μου κλείδωσαν στο ποδι του.
-Τι κανεις πηγε να πει μα με ένα άλμα τα πόδια μου βρέθηκαν στο πρόσωπο του και τα χέρια μου άφησαν τα πόδια του να πέσουν κάτω. Το σπαθί εμφανίστηκε ξανά στα χέρια μου και χωρίς να τον αφήσω να πει κουβέντα, το καρφωσα στο λαιμό του.
-Πάμε να φύγουμε. Τα χέρια μου έπιασαν το αιωρούμενο σπαθί και πεταγωντας το κατω, ανοιξα τα φτερά μου και πεταξα προς τα πάνω. Μόλις το σωμα του Ντεξτερ άγγιξε το χώμα, μικρά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια του.
-Επιτέλους. Σε ευχαριστώ αναφώνησε πέρνοντας με αγκαλιά.
-Άντε παμε του χαμογελασα και τον παρότρυνα να προχωρήσει.
-Που; ρώτησε μπερδεμένος.
-Πρωτα για ενα ζεστο ντουζ και επειτα στην Φέιθ. Ένιωσα τη χαρά να γεμίζει το σωμα του μα τον φόβο να κυριαρχεί ακόμα στο μυαλό του.

The Spirit Where stories live. Discover now