Δεύτερο Μέρος.

46 8 0
                                    

Το ταξίδι ήταν ανυπόφορο. Πάντα κουράζουν και οι πολλές στροφές με ζαλίζουν στα ταξίδια, όπως όλους μας. Ευτυχώς κατάφερα να γύρω και να κοιμηθώ για λίγο. Όχι όμως για πολύ. Το βουνό απείχε περίπου τρεις ώρες από το σπίτι. Φτάσαμε σύντομα. Εκεί μας υποδέχτηκε η Αγαθή και η οικογένειά της. Ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι.

"Ξαδερφούλα μου!" Είπε και με αγκάλιασε.
"Η ώρα η καλή!" Ευχήθηκα.
"Ευχαριστώ πάρα πολύ. Δεν σε βλέπω καλά. Η Άντι μου είπε ότι είσαι λίγο άρρωστη!" Είπε.
"Κρύωσα λίγο. Μην ανησυχείς όμως πήγε όμως η Άντι στο φαρμακείο. Οπότε μέχρι αύριο θα είμαι περδίκι." Είπα και της χαμογέλασα. Ήταν η αγαπημένη μου ξαδέρφη.
"Λοιπόν, έλα να σε πάω στο δωμάτιό σου. Είναι ακριβώς δίπλα από το δικό μου." Είπε. Περπατήσαμε κατά μήκος του διαδρόμου του ξενοδοχείου. Μέχρι που άνοιξε μια πόρτα. Το δωμάτιο ήταν λευκό με μια μπεζ ταπετσαρία. Στο βάζο υπήρχαν λουλούδια. Η Αγαθή μου έδωσε την κάρτα μου.
"Ξεκουρασου και το απόγευμα αρχίζουν τα γλέντια." Είπε.
"Εντάξει." Είπα.
"Αχ είμαι ευτυχισμένη." Είπε.
"Χαίρομαι για αυτό. Θα μου τα πεις όλα το απόγευμα. " Είπα. Την αγκάλιασα και με άφησε μόνη.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έπρεπε να ηρεμήσω, να τα ξεχάσω όλα και να χαρώ με την ευτυχία της. Σύντομα κοιμήθηκα ήρεμα και γαλήνια. Μέρες είχα να κοιμηθώ. Αυτός ο ύπνος ήταν λύτρωση.
Το απόγευμα Σηκώθηκα και έκανα ένα μπάνιο να ηρεμήσω κι άλλο. Ένιωθα πολύ καλύτερα και την υγεία μου να βελτιώνεται. Άνοιξα όμως την τσάντα μου κι έβγαλα τη σακούλα του φαρμακείου. Έβγαλα το κουτάκι από μέσα.

Σε λίγη ώρα χτύπησε η πόρτα. Είχα ήδη ετοιμαστεί. Καθώς φορούσα τα σκουλαρίκια μου πήγα να ανοίξω. Ήταν η Αγαθή. Πέρασε μέσα. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα με ροζ λουλούδια και ζώνη.
"Είσαι μια κούκλα." Είπα κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω.
"Κι εσύ είσαι υπέροχη." Μου είπε.
Φορούσα ένα μαύρο φόρεμα με λευκά πουά και κόκκινη ζώνη.

"Λοιπόν, ήρθα να σου δείξω τι στολισμό θα έχουμε αύριο." Είπε κι αφού καθίσαμε άρχισε να μου δείχνει στο tablet της φωτογραφίας με ότι είχε παραγγείλει.

"Αγαθή μου, το σκέφτηκες καλά; Είσαι μόνο 19." Είπα.
"Το ξερω ότι είμαι πολύ μικρή. Όμως ξέρεις πως κάποια πράγματα δεν τα διαλέγω μόνο εγώ." Είπε.
"Καλά μην το σκέφτεσαι." Είπα και την αγκάλιασα.
"Είμαι πολύ χαρούμενη παρ' όλα αυτά." Είπε.
Η πόρτα χτύπησε. Ηταν η μητέρα της. Μας είπε να κατέβουμε στην κοντινή ταβέρνα που είχε ήδη μαζευτεί ολόκληρη η οικογένεια. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις καταλαβαίνεις πώς έχεις αρκετά μεγάλο σόι.

Σε λίγη ώρα ήρθε η οικογένεια του γαμπρού. Η οικογένεια του Γιώργου. Ο άνθρωπος που δύο χρόνια ήταν για εμένα τα πάντα, τώρα ντύνεται γαμπρός στο πλευρό της αγαπημένης μου ξαδερφης. Κι όλοι καμαρώνουν. Κανένας δεν το έχει καταλάβει κι όμως όλοι μας είχαν δει μαζί. Μέσα μου η διάθεση είχε χαλάσει. Δεν το έδειχνα όμως. Υπήρχε ένα αγκάθι που τσίμπαγε την ψυχή μου. Δεν είχε ματώσει ακόμη. Περάσαμε μια όμορφη βραδιά. Αργότερα από τα μεσάνυχτα πήγαμε για ύπνο.
Μας περίμενε μια μεγάλη μέρα!

Δεν ήσουν εδώ!Where stories live. Discover now