Δέκατο έκτο μέρος.

27 5 0
                                    

Το επόμενο πρωί, έγινε η επέμβαση. Δεν διήρκεσε περισσότερο από μια ώρα. Η γιατρός μας είπε να την αφήσουμε να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί. Ο Εμίρ δεν μπορούσε να φύγει και έμεινε δίπλα της. Βγήκα να πάρω λίγο αέρα, να περπατήσω λίγο έξω από το νοσοκομείο.
Ο χώρος έξω είναι όμορφος. Έχει όμορφα καταπράσινα φυτά και λουλούδια. Πήρα τον αέρα μου και θέλησα να επιστρέψω κοντά στην κόρη μου.

"Στέλλα..." Άκουσα μια φωνή. Γύρισα και αντίκρισα τον Γιώργο. Έδειχνε χαρούμενος.
"Γιώργο..." είπα δίχως να έχω κάτι να του πω.
"Τι κάνεις κορίτσι μου; Άλλαξες, ομορφυνες..." Ειπε με το ίδιο χαμόγελο.
"Γιατί είσαι εδώ;" ρώτησα προσπαθώντας να μείνω ψύχραιμη.
"Γέννησε η Βίβιαν, η αδερφή μου, θυμάσαι..." Ειπε.
"Να σας ζήσει." Είπα και προσπάθησα να χαμογελασω.
"Εσύ;" ρώτησε.
"Η Αγαθή τι κάνει;" ρώτησα. Τον είδα να χλωμιαζει, να ασπρίζει.
"Ξέρεις να... Τον τελευταίο καιρό δεν θα πηγαίνουμε και πολύ καλά." Με ενημέρωσε.
"Με συγχωρείς πρέπει να πηγαίνω. Μεταβίβασε τις ευχές μου στην αδερφή σου." Είπα κι έφυγα.

Το απογευματάκι το παιδί ξυπνησε. Η γιατρός την εξέτασε ξανά και μας είπε ότι την επόμενη μέρα θα μπορούσαμε να φύγουμε. Ο Εμίρ πήγε στην σχολή του για δύο ώρες. Δεν ήθελε να φύγει, του υποσχέθηκα όμως ότι θα είμαστε καλά. Κάθισα εγώ για αυτό το δίωρο μόνη με την κόρη μου.

"Μανούλα, που είναι ο μπαμπούλης;" ρώτησε.
"Δεν είπαμε ότι θα πάει για λίγο στην σχολή του και θα έρθει μετά, βρε ψυχή μου;" της είπα.
"Ναι αλλά σε πόση ώρα θα έρθει;" ρώτησε.
"Σε μισή ώρα περίπου τελειώνει το μάθημά του. Θα έρθει μην ανησυχείς." Είπα.
"Φοβάμαι χωρίς τον μπαμπά." Είπε. Ξαφνιάστηκα.
"Τι φοβάσαι μικρή μου;" ρώτησα.
"Να... ο μπαμπάς δεν αφήνει κανέναν να με πειράξει, ο μπαμπάς με παίρνει αγκαλιές και παίζουμε μαζί, ο μπαμπάς με πάει ψηλά όταν με παίρνει στα χέρια του, ο μπαμπάς είναι πάντα κοντά μου όταν τον θέλω." Είπε. Βούρκωσα. Κάποια δάκρυα πρέπει να έπεσαν από τα μάτια μου. Με κοίταξε στα μάτια. Τα μικρά της μάτια είχαν ακριβώς το ίδιο χρώμα με τα μάτια του Γιώργου.

"Μην κλαις μαμάκα. Κι εσένα σε αγαπάω πολύ πολύ. Εσύ μας φτιάχνεις το φαγακι, εσύ μας πλένεις τα ρουχαλάκια, εσύ μου λες όμορφα παραμύθια με πριγκιπισσες, ο μπαμπάς δεν λέει ωραία δικά του παραμύθια." Είπε κοροϊδευτικά. Γέλασα λίγο.
"Σε αγαπάω μανούλα." Είπε.
"Κι εγώ σε αγαπάω μωρό μου." Είπα.
"Τώρα θα κοιμηθώ μέχρι να έρθει ο μπαμπάς." Είπε κι έκλεισε τα μάτια της.
"Δεν νιώθεις καλά;" ρώτησα μα είχε ήδη κοιμηθεί.

Βγήκα από το δωμάτιο. Ήθελα να ρωτήσω κάποιον σχετικό αν είναι φυσιολογικό να κοιμάται τόσο πολύ.

"Συγγνώμη να σας απασχολήσω για λίγο;" ρώτησα μια νοσοκόμα.
"Πείτε μου." Μου απάντησε
"Η κόρη μου ξύπνησε πριν δύο ώρες και τώρα κοιμήθηκε ξανά." Είπα.
"Μην ανησυχείτε. Είναι απόλυτα φυσικό. Είναι μικρό κοριτσάκι και ταλαιπωρήθηκε. Χρειάζεται ξεκούραση." Με καθησύχασε.
"Εντάξει. Σας ευχαριστώ πολύ." Είπα.
"Φωνάξτε με για οτιδήποτε χρειαστείτε." Είπε.

"Πάλι εσύ;" ξεφωνησα βλέποντας μπροστά μου τον Γιώργο.
"Αυτό το νοσοκομείο είναι τεράστιο. Χάνομαι συνέχεια." Είπε.
"Εδώ είναι η παιδιατρική πτέρυγα. Η Βίβιαν μάλλον είναι στον πάνω όροφο." Εξήγησα.
"Εσύ όμως δεν μου είπες τι κάνεις εδώ." Είπε.
"Ήταν λίγο άρρωστο ένα παιδάκι που βαπτισα και ήρθα να το δω." Είπα.
"Πρέπει να είστε πολύ δεμένοι για να είσαι συνέχεια εδώ." Είπε.
"Βέβαια. Σαν μάνα του με έχει." Είπα. Θεέ μου, ποιον κοροϊδεύω!
"Και πόσο χρονών είναι;" ρώτησε.
Γιατί νιώθω πως έχει καταλάβει;!
"Θα τα πούμε ίσως άλλη στιγμή. Την έχω αφήσει μόνη της. Αν ξυπνήσει θα τρομάξει. Πρέπει να φύγω." Είπα κι έφυγα. Τον άφησα μόνο στο διάδρομο του νοσοκομείου.

Σε λίγο ήρθε κι ο Εμίρ. Όταν μπήκε στο δωμάτιο η Ασημίνα ξυπνησε αμέσως. Ώρες ώρες απορώ με τον τρόπο, τον τηλεπαθητικό τρόπο που επικοινωνούν αυτοί οι δύο. Λίγες ώρες μας έμειναν στο νοσοκομείο. Αύριο θα πάμε και πάλι σπίτι μας. Δεν θα υπάρχει κίνδυνος να μας ανακαλύψει κι ο Γιώργος, να μάθει το μεγάλο μυστικό.

Η ώρα είναι οκτώ. Ακούω την πόρτα να χτυπά. Ο Εμίρ είναι ξαπλωμένος δίπλα στην μικρή και την κρατά αγκαλιά. Βγαίνω απ το δωμάτιο κι αφήνω την πόρτα μισάνοικτη. Είναι ο Γιώργος.

"Τι έγινε;" τον ρώτησα.
"Ήρθα να δω την αναδεχτή σου." Είπε.
"Δεν είναι ανάγκη. Άσε που κοιμάται κιόλας τώρα." Είπε προσπαθώντας να τον εμποδίσω.
"Για λίγο." Είπε.

"Μανούλα μου ποιος είναι;" Άκουσα τη φωνή της Ασημίνας μέσα από το δωμάτιο. Για μια στιγμή μου κόπηκε η ανάσα.

Δεν ήσουν εδώ!Where stories live. Discover now