Ενδέκατο μέρος.

29 6 0
                                    

Παίρνω τους δρόμους και φτάνω ως το σπίτι μου. Λίγο πριν μπω μέσα ακούω μια φωνή να λέει το όνομά μου. Γυρίζω και βλέπω την Βίβιαν.

"Βίβιαν τι κάνεις εδώ;" ρώτησα. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Κοιτούσε έντονα την κοιλιά μου.

"Είσαι...." δειλιαζει να το πει.
"Όπως βλέπεις... και μάλλον δεν μπορώ να το κρύψω και πολύ." Λέω.
"Και το παιδί αυτό είναι... του αδερφού μου;" ρώτησε.
"Βίβιαν τι θέλεις; γιατί ήρθες εδώ αφού δεν τα ήξερες όλα αυτά;" ρώτησα.
"Τα ήξερα. Ένα βράδυ που ήπιε ο αδερφός μου μου τα είπε όλα." Απάντησε.
"Και τότε τι ερωτήσεις είναι αυτές και κυρίως γιατί ήρθες εδώ;" θύμωσα.
"Ήθελα να δω αν το κράτησες." Είπε.
"Δεν είναι του αδερφού σου!" Είπα μέσα από τα δόντια.
"Μα πως;" ρώτησε.
"Ο Γιώργος αρνήθηκε αυτό το παιδί από την πρώτη στιγμή που έμαθε για την ύπαρξη του. Δεν μου στάθηκε κι ακόμη και τώρα που ξέρει πόσο δύσκολα περνάω, δεν έχει νοιαστει καθόλου. Οπότε όχι, δεν είναι δικό του και δεν θα δει ποτέ αυτό το παιδί." Την ενημέρωσα.
"Στέλλα αυτό που κάνεις δεν είναι σωστό." Είπε.
"Φροντίζω για το καλύτερο όλων. Και τώρα σε παρακαλώ πολύ, φύγε." Είπα θυμωμένη και μπήκα στο σπίτι μου. Χτύπησα την πόρτα πίσω μου.

Η Άντι βγαίνει γρήγορα στο διάδρομο και με βλέπει σε αυτή την κατάσταση. Ξεσπω σε κλάματα με λυγμούς.

"Ηρέμησε, σε παρακαλώ. Έχεις τόσες μέρες έτσι." Προσπάθησε να με ηρεμήσει.
"Πήγαινε κάνε ένα μπάνιο να χαλαρώσεις." Μου πρότεινε.

Με την βοήθεια της πήγα προς το μπάνιο. Άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου. Ώσπου, μια κυλίδα αίμα έκανε την εμφάνισή της. Τρόμαξα.

"Άντι!" Ούρλιαξα το όνομα της αδερφής μου.

Κι εκείνη ήρθε τρέχοντας. Είχαμε παγώσει. Κοιταζομασταν. Φόρεσα πολύ απλά κι άνετα ρούχα και μπήκα στο αυτοκίνητο μαζί της. Ένιωθα ολοένα και περισσότερο κουρασμένη. Σιγά σιγά οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν. Με γρήγορη ταχύτητα, φτάσαμε μέχρι την κλινική. Έμεινα στο αυτοκίνητο. Το κουρασμένο κεφάλι μου είχε πέσει στο παράθυρο. Η αδερφή μου μιλάει με τις νοσοκόμες. Εμφανίζεται κι ο γιατρός. Έρχονται και με ξαπλωνουν σε ένα φορείο. Μπαίνουμε στο νοσοκομείο. Η αδερφή μου είναι δίπλα μου. Ξαφνικά την χάνω, μένει πίσω. Τα μάτια μου έχουν θολώσει. Ο γιατρός αρχίσει να με εξετάζει. Είναι όλοι ανήσυχοι και όλα γίνονται γρήγορα. Φοβάμαι! Νιώθω το παγωμένο μέταλλο των εργαλείων να ακουμπούν το κορμί μου.

Φέρνουν το μηχάνημα του υπέρηχου. Ο γιατρός αρχίζει την γνωστή διαδικασία. Ο υπέρηχος έχει αρχίσει. Ακούω την καρδιά του μωρού μου.

"Είναι όλα εντάξει. Το μωρό είναι υγιέστατο." Είπε ο γιατρός.

Ξεφύσηξα. Ήμασταν πλέον οι δύο μας στο δωμάτιο. Έφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να κάνω κακό σε αυτό το παιδί, στο παιδί μου. Η Άντι έρχεται κοντά μας.

"Είναι όλα καλά γιατρέ;" ρώτησε
"Ήταν απλά μια κρίση πανικού που δεν επηρέασε κανέναν από τους δύο." Απάντησε.
"Στέλλα, πρέπει να σου πω κάτι." Ζήτησε.
"Τι είναι;" ρώτησα.
"Ο Γιώργος είναι εδώ. Ήρθε να σε δει." Απάντησε.
"Όχι! Δεν πρέπει να μάθει τίποτα για το παιδί. Ας μάθει ότι το παιδί πέθανε, πως δεν υπάρχει πια." Ζήτησα.
"Μα...." Προσπάθησε να διαφωνήσει η Άντι.
"Ας κάνουμε την επιθυμία της, πραγματικότητα. Μην ανησυχείς νεαρή μου, θα γίνουν όλα όπως τα θες." Απάντησε. Και βγήκαν από το δωμάτιο.

Ένιωθα τα βλέφαρα μου βαριά. Άφησα ένα γλυκό ύπνο να με παρασύρει. Έπρεπε να ξεκουραστώ επιτέλους.

Δεν ήσουν εδώ!Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin