Δέκατο όγδοο μέρος.

27 6 0
                                    

Πέρασε κιόλας ένας μήνας. Σε δύο μέρες θα πάμε στους γονείς μας και για αυτό το λόγο, αρχίζω να ετοιμάζω τις βαλίτσες μας. Εκεί θα γιορτάσουμε και τα γενέθλια της Ασημίνας. Αγόρασα από το μαγαζί με τα υφάσματα ένα όμορφο κόκκινο ύφασμα για να της φτιάξω ένα φόρεμα όπως μου είχε ζητήσει.

"Μαμά θέλω ένα μοναδικό κόκκινο φόρεμα." Μου είχε πει ενώ ήταν ακόμη άρρωστη.

Είχα πέσει με τα μούτρα στη δουλειά για επτά ώρες περίπου. Η ραπτομηχανή εραβε συνεχώς. Η μικρή με τον μπαμπά της είχαν πάει μια βόλτα. Έπειτα, ο Εμίρ την έβαλε για ύπνο. Αργά το βράδυ είχα τελειώσει.

"Εμίρ, κοίτα... Δεν είναι υπέροχο;" ρώτησα ενθουσιασμενη δείχνοντάς του το φορεματάκι.
"Μπράβο αγάπη μου, είναι υπέροχο." Είπε δείχνοντας τον ίδιο ενθουσιασμό.
"Ελπίζω να της αρέσει." Είπα κι άρχισα να το δηλώνω.
"Οτιδήποτε είναι φτιαγμένο από εσένα της αρέσει." Είπε και μου έδωσε το κουτί. Με βοήθησε να φτιάξουμε ένα μεγάλο φιόγκο.
"Σε αγαπάει πολύ." Μου είπε με τρυφερή φωνή.
"Κι εσένα σε αγαπάει πολύ. Κάποιες φορές μάλιστα, ίσως περισσότερα από εμένα." Είπα χαμογελώντας. Γέλασε.
"Δύσκολο αυτό. Με εσένα έχει το ίδιο αίμα." Είπε με ένα πικραμένο χαμόγελο κι έστρεψε αλλού το βλέμμα. Με τα χέρια μου έπιασα το κεφάλι του, έκλεισα στις παλάμες μου το πρόσωπό του. Τον κοίταξα στα μάτια.

"Η αγάπη δεν έχει να κάνει με το αίμα. Και ξέρεις πολύ καλά τι σημαίνει αυτό. Την Ασημίνα την αγαπάς περισσότερο από οτιδήποτε και το ξέρω πολύ καλά αυτό. Το νιώθει όλο αυτό για αυτό και πάντα θα σε γνωρίζει σαν μπαμπά της. Αυτό καταλαβαινουν τα παιδιά, την αγάπη Εμίρ, την αγάπη." Είπα. Μου χαμογέλασε. Με φίλησε τρυφερά.

Αυτή η συζήτηση έχει αρχίσει από όταν ο Γιώργος εμφανίστηκε ξανά στη ζωή μας. Τέσσερα χρόνια δεν είχαμε αναφέρει τίποτα τέτοιο. Δεν είναι ότι ο Εμίρ με αμφισβητεί όμως φοβάται. Φοβάται πολύ. Δεν θέλει να μας χάσει. Ούτε εγώ θέλω. Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα την κατανόηση και την ένωση μιας οικογένειας.

Το επόμενο πρωί έμεινα και πάλι μόνη στο σπίτι. Ξαφνικά άκουσα το κουδούνι να χτυπάει. Ήταν της πόρτας του διαμερίσματος κι όχι της πολυκατοικίας. Δεν περίμενα κανέναν μα πήγα να ανοίξω. Ρώτησα ποιος είναι.
"Άνοιξε μου." Άκουσα την φωνή του Γιώργου.
"Τι θέλεις;" ρώτησα.
"Άνοιξε." Άκουσα να λέει πιο δυνατά και άνοιξα την πόρτα. Δεν ήθελα να μας ακούσει κανένας.
"Τι θέλεις;" τον ρώτησα ξανά όταν μπήκε στο σπίτι.
"Θέλω να πάρω αυτό που μου ανήκει." Απάντησε. Γέλασα ειρωνικά.
"Αυτό που αρνήθηκες τότε." Είπα.
"Δεν το αρνήθηκα ποτέ. Μόνη σου είχες πει πως πάντα θα μας ενώνει." Είπε.
"Έκανες τα πάντα για να το ξεφορτωθείς και τώρα ζητάς να το πάρεις πίσω;" ρώτησα.
"Δεν το ήθελα εγώ και το ξέρεις." Είπε.
"Θα μπορούσες να κάνεις κάτι για να μας προστατέψεις. Διάλεξες να φύγεις." Είπα.
"Εσύ μου το ζήτησες." Μου υπενθύμισε με ένταση στη φωνή του.
"Παντρευοσουν την πρώτη μου ξαδέρφη." Είπα.
"Ήταν μόνο ένας λευκός γάμος." Είπε.

Πως μπορεί για όλα να βρίσκει μια δικαιολογία; Δαγκωνω τα χείλη μου για να μην συνεχίσω αυτό τον "τσακωμό". Γυρίζω την πλάτη να μην τον βλέπω για λίγο.

"Θέλω να έρθω σε επαφή μαζί της." Είπε. Το κοίταξα με έκπληξη.
"Όχι!" Ξεφωνησα.
"Είναι άδικο να μην ξέρει τον μπαμπά της." Είπε.
"Η κόρη μου έχει μπαμπά." Είπα. Έδειξε να θυμώνει.
"Θα πάρω την κόρη μου θες δεν θες. Ακόμη και με την βία αν χρειαστεί. Κατάλαβες;" είπε ενώ  είχε πλησιάσει αρκετά κοντά μου.

Πάγωσα. Τι εννοούσε; Έφυγε και χτύπησε την πόρτα πίσω του. Προσπάθησα να ηρεμήσω. Άρχισα να μαγειρεύω και στη συνέχεια να πλένω τα σκεύη.

Αργότερα στο σπίτι μαζεύτηκε η οικογένεια. Η Ασημίνα, ο Ερμής αλλά και η Άντι ήρθαν στο σπίτι. Επιδίωκα να δείχνω καλά για να μην κινήσω υποψίες. Η Άντι ήρθε να μας δει λίγες μέρες κι έπειτα να πάμε όλοι μαζί για Πάσχα στην πόλη μας.

Το βράδυ θεία κι ανιψιά κοιμήθηκαν μαζί. Εγώ έμεινα να τελειώσει τις ετοιμασίες πρώτου φύγουμε.

"Τι έχεις εσύ;" Άκουσα πίσω μου την φωνή του Εμίρ.
"Αγάπη μου, δεν κοιμήθηκες;" ρώτησα
"Μάλλον δεν έχω ύπνο. Εσύ γιατί είσαι εδώ;" ρώτησε.
"Ούτε εγώ έχω." Απάντησα.
"Δείχνεις λιγάκι ταραγμένη." Είπε.
"Νόμιζα πως όλοι κοιμούνται. Τρόμαξα όταν σε άκουσα." Είπα.
"Αστέρι μου, τι σου συμβαίνει; δεν έχεις την χαρά που είχες αυτές τις μέρες. Όπως χθες με το φόρεμα." Είπε.
"Δεν συμβαίνει τίποτα." Είπα.
"Στέλλα μου, από εμένα δεν μπορείς να κρυφτείς." Είπε κοιτώντας με στα μάτια.

Του εξιστόρηση όλα όσα υποθηκαν το πρωί όταν ήρθε ο Γιώργος.

"Μπορείς να κάνεις μήνυση ή ακόμη και περιοριστικά μέτρα. Όμως εγώ θα έλεγα πως αν γίνει αυτό θα χειροτερέψουν τα πράγματα. Αν κάναμε αυτό που ζήτησε;" είπε μετά από λίγο και κατάλαβα την σύγχυση των σκέψεων του.
"Δεν ξέρω. Ας κάνουμε με το καλό το ταξίδι μας αύριο. Θα έχω περισσότερο χρόνο να σκεφτώ." Είπα.

Δεν ήξερα τι θα ήταν καλό για τη ζωή και το μέλλον του παιδιού μου.

Δεν ήσουν εδώ!Where stories live. Discover now