Η μέρα του γάμου ξημέρωσε. Ξύπνησα το μεσημέρι. Δίπλα στο δωμάτιο της Αγαθή είχαν ήδη μαζευτεί πολλές κοπέλες κι όχι μόνο. Έβαλαν τραγούδια και ετοιμάζονται. Ο γάμος είναι σε τρεις ώρες. Πιστεύω πως έχουμε χρόνο.
Χτυπά η πόρτα και μπαίνει η Άντι. Παρατηρώ πως έχει φτιάξει τα μαλλιά της έναν επίσημο κότσο."Μα καλά βρε Στέλλα, ακόμη έτσι είσαι;" ρωτάει και γέρνει την πόρτα χωρίς να την κλείσει.
"Είναι νωρίς ακόμη." Είπα.
"Έρχεται η κομμώτρια όπου να ναι." Μου ανακοίνωσε.
"Μάλιστα." Απάντησα. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της.
"Δεν την άνοιξες καν τη σακούλα;" ρώτησε βλέποντας την σακούλα του φαρμακείου.
"Μα είμαι καλά." Χαμογέλασα.
"Φοβάμαι μην καταρρεύσεις απόψε." Μου είπε στοργικά.Η κομμώτρια μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Κάθισα σε μια καρέκλα κι άρχισε να με χτενίζει ενώ παράλληλα μια αισθητικός έβαφε την Άντι. Μου έκανε ελαφριές μπούκλες κι έπειτα ένα απαλό μακιγιάζ. Την πλήρωσα κι έφυγε. Η Άντι ήρθε ξανά. Πλέον είχε ντυθεί και ήταν έτοιμη.
"Λοιπόν, ντύσου κι έλα δίπλα. Η Αγαθή σε ζητάει συνεχώς." Είπε.
"Εντάξει." Είπα κι άρχισα να ετοιμάζομαι. Φόρεσα ένα κοντό καλό μπορντό με χρυσό μπλουζάκι και μια μπορντό μάξι φούστα. Φόρεσα σανδάλια με λίγο τακούνι. Πήρα την εσαρπα μου και το τσαντάκι μου κι έφυγα για το δίπλα δωμάτιο. Βγαίνοντας από το δωμάτιο έπεσα πάνω στην Βίβιαν, την αδερφή του Γιώργου."Γειά σου Στέλλα μου. Τι κάνεις;" με ρώτησε χωρίς να σταθεί.
"Πάω στην νύφη." Είπα.
"Άντε σας περιμένουμε." Είπε και χάθηκε στο διάδρομο.Χτύπησα την πόρτα. Η Άντι μου άνοιξε. Υπήρχαν πλέον πολύ λίγα άτομα στο δωμάτιο. Οι υπόλοιποι είχαν ήδη πάει στο κτήμα που θα γινόταν ο γάμος. Κοίταξα την Αγαθή. Έλαμπε μέσα στο λευκό της φόρεμα. Ήταν πολύ απλή. Κι ένα στεφάνι στολιζε τα μαλλιά της.
"Λοιπόν, εμείς φεύγουμε. Έρχεται ο πατέρας σου να σε πάρει." Φώναξε η θεία και μείναμε οι δύο μας στο δωμάτιο.
"Γιατί δεν γίνεται σε εκκλησία ο γάμος;" ρώτησα.
"Κανείς δεν ήθελε θρησκευτικό." Απάντησε.
"Μα εσύ πιστεύεις στον Θεό.... πολύ." Είπα. Μπήκε ο θείος.
"Πάμε!" Είπε.Η Αγαθή μου χαμογέλασε. Της χαμογέλασα κι εγώ. Έφυγα πρώτη. Έριξα την εσαρπα μου και πήγα στο δίπλα κτήμα που θα γινόταν η τελετή. Μπαίνοντας ένιωσα το βλέμμα του Γιώργου να με ακολουθεί. Ακόμη κι όταν η νύφη έφτασε στο κτήμα δεν είχε πάρει το βλέμμα του. Δεν έδωσα σημασία. Η τελετή πραγματοποιηθηκε.
Βραδιάζει γρήγορα απόψε.
Αρχίζει το γλέντι και οι χοροί. Κάθομαι στο τραπέζι με την οικογένειά μου. Νιώθω σαν όλη η ζωή μου να περνά μπροστά μου. Κυρίως αυτά τα δύο χρόνια. Όλες εκείνες οι χαρές, οι λύπες, οι αγκαλιές, οι εκδρομές, οι βόλτες, τα γέλια μας και τα φιλιά μας. Πλέον δακρύζω. Δεν αφήνω τον κόσμο να δει αυτά τα δάκρυα. Τα σκουπίζω με ένα μαντίλι καθώς μαζεύω την εσαρπα μου και Σηκώνομαι να φύγω από αυτό το μέρος.
Λίγο πριν την έξοδο ο Γιώργος με σταματά.
"Που πας;" ρώτησε.
"Έδειξα χαρακτήρα. Έδειξα χαρούμενη τόσες μέρες μα δεν αντέχω άλλο. Δεν έχω θέση στην χαρά σας." Είπα με δάκρυα στα μάτια.
"Μα εσύ η ίδια ζήτησες να τελειώνουμε και είπες πως ο καθένας έχει πάρει ότι του ανήκει." Είπε εκείνος.
"Δεν καταλαβαίνεις....Υπάρχει κάτι που για πάντα θα ανήκει και στους δυο μας. Μα στο υπόσχομαι πως ακόμη κι όταν έρθει σε αυτόν τον κόσμο δεν θα το αφήσω ποτέ να έρθει σε επαφή μαζί σου." Είπα κι όσοι άκουγαν πάγωσαν. Το ίδιο και η Αγαθή."Θες να πεις ότι είσαι...." Είπε άφωνη η Αγαθή. Ο Γιώργος πλέον είχε πάψει. Τους παραμέρησα και τους δύο κι έφυγα.
Έξω από το κτήμα συνάντησα τον Άλκη να κάθεται στον απέναντι φράχτη και να τρώει πασατέμπο. Ήταν ο αδερφός της Αγαθή που πήγαινε ακόμη Γυμνάσιο.
"Ει ψιτ Στέλλα, να έρθω μαζί σου;" ρώτησε.
"Έλα βρε μικρούλη μου..." είπα σκουπίζοντας τα δάκρυά μου.Περπατήσαμε αρκετά μέσα στο μικρό χωριουδάκι. Δεν μιλούσαμε πολύ. Φτάσαμε σε μια μικρή απομακρισμένη πλατεία με λίγα φώτα. Μοιράστηκε το πασατέμπο του μαζί μου.
"Μακάρι να μην τον παντρευοταν. Εμένα δεν μου άρεσε από την αρχή." Είπε.
"Δεν έχεις δίκιο. Ο Γιώργος..."
"Μα καλά τον δικαιολογείς μετά από όλα αυτά;" με διέκοψε.
"Δίκιο έχεις." Είπα.
"Καλά τους τα είπες. Ούτε εγώ δεν άντεξα. Πόσο μάλλον εσύ. Αυτός ο γάμος ήταν τουλάχιστον απωθητικός." Διαπίστωσε.
"Βρε μικρό πώς σου ήρθε αυτή η λέξη;" ρώτησα.
"Μεγαλώνοντας μαθαίνω." Είπε.
"Τι θα κάνω τώρα;" Αναφώνησα.
"Αν κατάλαβα καλά περιμένεις το παιδί του;" ρώτησε.
"Ακριβώς." Απάντησα.
"Πώς νιώθεις;" ρώτησε.
"Όταν είδα το τεστ θετικό κοκκάλωσα. Πως θα μεγαλώσω ένα παιδί μόνη μου; Τι θα πουν οι γονείς μου; Είμαι ανήλικη! Τι θα κάνω με το σχολείο;" είπα τις σκέψεις μου.
"Ξαδερφούλα μην φρικάρεις. Δεν είσαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία." Είπε.
"Αχ μωρε Άλκη, η ζωή δεν είναι όπως την υπολογίζουμε πάντα." Είπα κι έγειρα στον ώμο του.
"Μην ανησυχείς Ξαδερφούλα. Εγώ θα είμαι δίπλα σου." Είπε και του χαμογέλασα πικρά.
YOU ARE READING
Δεν ήσουν εδώ!
Teen FictionΜερικές φορές αυτό που έχουμε δεν είναι αυτό που νομίζουμε.