Ένατο Μέρος.

28 5 0
                                    

Ξύπνησα το πρωί. Πήγα στην κουζίνα και βρήκα την Άντι να πίνει καφέ μόνη της.

"Μόνη σου είσαι;" ρώτησα.
"Ναι. Η μαμά κι ο μπαμπάς είναι στο μαγαζί." Είπε. Είχαμε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση.
"Ο Εμίρ;" ρώτησα
"Ήρθε και τον πήρε ο κύριος Χατζηελευθέρου το πρωί. Πάνε στην Τουρκία για την κηδεία." Είπε.
"Γιατί δεν με ξυπνησε να πάω κι εγώ;" Παραπονέθηκα.
"Στέλλα μου, σε αυτή την κατάσταση δεν είσαι ούτε για ταξίδια ούτε για έντονες συγκινήσεις." Είπε η Άντι.
"Ας ελπίσουμε ότι δεν θα μείνει για πολύ εκεί." Είπα.
"Τον εμπιστεύεσαι αρκετά;" ρώτησε.
"Γιατί ρωτάς;" ρώτησα.
"Τι ξέρεις για αυτόν; Σου μιλάει για τη ζωή του; Μπορείς να στηριχθείς πάνω του;" ρώτησε.
"Μου έχει μιλήσει για τη ζωή του, για τα χρόνια του στην Τουρκία, για τις διακοπές και τον ερχομό του στην Ελλάδα, για την οικογένειά του, για όλα αυτά. Με κάνει κάθε μέρα καλύτερο άνθρωπο και μου δείχνει συνεχώς πως μπορώ να στηριχθώ πάνω του. Δεν είναι σαν τον Γιώργο. Εκείνος είχε αν ασφάλειες και κόμπλεξ που πλήρωνα εγώ. Ο Γιώργος δεν με κέρδισε ποτέ, δεν με διεκδίκησε. Μια βιτρίνα ήταν. Και το κακό ήταν ότι ένιωσα τελικά και του δώθηκα αλλά πραγματικά πλέον δεν θέλω ούτε να τον βλέπω." Είπα
"Πάλι στον Γιώργο πηγαίνεις τη συζήτηση." Είπε
"Συγγνώμη. Τι θέλεις να σου πω;" ρώτησα.
"Για τον Εμίρ. Τι νιώθεις; Θα μπορούσες να κάνεις οικογένεια μαζί του;" ρώτησε.
"Ο Εμίρ είναι ένα αθώο πλάσμα που ο πόνος της ζωής τον έκανε καλό. Το οικογενειακό παρελθόν δεν είναι βεβαρυμένο οπότε θα μπορούσα να κρατήσω οικογένεια μαζί του." Εξήγησα χαμογελώντας.
"Τον αγαπάς;" ρώτησε.
"Μου έχει σταθεί πραγματικά. Μπορώ να τον αγαπήσω." Απάντησα. Μου χαμογέλασε.

Πέρασαν δύο μέρες. Ο Εμίρ δεν έχει επιλοινωνήσει ακόμη μαζί μου. Έχω αρχίσει να ανησυχώ. Τι να γίνεται στην Τουρκία; Γιατί δεν έχει γυρίσει ακόμη. Το τηλέφωνό του είναι κλειστό και δεν απαντάει στα μηνύματα.
Είναι μεσημέρι κι έχω ξαπλώσει λίγο. Δίπλα μου έχω το laptop να παίζει ήρεμα τραγούδια. Ξαφνικά ακούω τον ήχο του Skype. Είναι ο Εμίρ. Παίρνω το laptop κοντά μου και απαντώ.

"Μα καλά βρε Εμίρ, που χάθηκες τόσες μέρες;" ρώτησα ανήσυχη.
"Μην ανησυχείς εσύ. Απλώς έχω μπλέξει με όλα αυτά τα τρεξίματα." Είπε.
"Πότε θα γυρίσεις;" ρώτησα.
"Αυτό δεν το ξέρω ακριβώς. Θα καθίσω λίγο καιρό ακόμη." Είπε.
"Δηλαδή θα αλλάξεις εκεί χρόνο;" ρώτησα.
"Σίγουρα." Είπε.
"Κρίμα." Είπα απογοητευμενη.
"Μην στεναχωριεσαι. Έχεις την οικογένειά σου και τα κορίτσι. Στα καλύτερα χέρια σε άφησα." Γέλασε.
"Τουλάχιστον θα γυρίσεις μετά." Είπα.
"Ε ναι." Είπε. Έπειτα ακούστηκε μια φωνή από το βάθος. Τον φώναζε μια γυναίκα. Εκείνος της απάντησε στα τούρκικα.
"Πρέπει να πηγαίνω. Να προσέχεις." Είπε κι έκλεισε. Άφησα ξανά το laptop. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα.

Δεν ήσουν εδώ!Donde viven las historias. Descúbrelo ahora