(1) Η Σύλληψη

324 24 4
                                    

Το φορτηγό σταμάτησε απότομα. Ένας υπόκωφος γδούπος βεβήλωσε την σιωπή της έρημης, κατεστραμμένης πόλης.

Η σιδερένια θωρακισμένη πόρτα άνοιξε απότομα επιτρέποντας στις αχτίδες του καυτού μεσημεριανού ήλιου να εισχωρήσουν μέσα στο φορτηγό. Οι φυλακισμένοι άνθρωποι που καθόντουσαν ανακούρκουδα στο σιδερένιο πάτωμα του οχήματος στένεψαν ενοχλημένοι τα μάτια τους, ενώ πολλοί από αυτούς ύψωσαν το χέρι τους προστατευτικά πάνω από το πρόσωπό τους.

Μια κοπέλα φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Οι φρουροί την έσπρωξαν βίαια μέσα στο όχημα κάνοντας την να χάσει την ισορροπία της. Πέφτοντας στα γόνατα της βλαστήμισε ψιθυριστά και φύσηξε μακρυά μια τούφα που έπεφτε ατίθασα στο πρόσωπο της.

Οι πόρτες έκλεισαν ξανά και ο μικρός χώρος βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Η κοπέλα σηκώθηκε από το πάτωμα και έστρωσε το μπλουζάκι της επιδεικτικά. Το φορτηγό ξεκίνησε το ίδιο απότομα όπως σταμάτησε τραντάζοντας το φορτίο του. Το κορίτσι τρέκλισε και παραπάτησε ως την άκρη του χώρου.

Άπλωσε το χέρι της να αγγίξει το σιδερένιο τοίχωμα που έκαιγε υπό το φως του ήλιου.

"Καλύτερα να βρεις κάπου να καθίσεις κουκλίτσα γιατί έχουμε πολύ δρόμο ακόμα ως το δάσος"

Μια φωνή, βραχνή από τον χρόνο, αντήχησε στην αίθουσα.

"Ο γέρος έχει δίκιο", μια άλλη, γυναικεία φωνή, συμφώνησε με τον ηλικιωμένο που πρέπει να καθόταν μισό μέτρο μακριά της.

"Έχει εδώ μια θέση"

Ακόμα μια φωνή, σιγανή και βαθιά, προσκάλεσε την κοπέλα στην άλλη άκρη του φορτηγού.

Εκείνη διστακτική κατευθύνθηκε εκεί που άκουσε την φωνή. Ψηλαφίζοντας τον χώρο στα τυφλά κατάφερε να καθίσει στην κενή θέση δίπλα στον άντρα που μίλησε προηγουμένως. Μάζεψε τα πόδια της στην αγκαλιά της και ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατά της.

Η αδρεναλίνη της είχε αρχίσει να στερεύει, ο πανικός και ο τρόμος επέστρεψε να στοιχειώσει κάθε γωνιά του κορμιού της. Καυτά δάκρυα φούσκωσαν στα μάτια της όμως εκείνη δεν τα άφησε να ξεχυθούν. Έπρεπε να φανεί δυνατή. Έπρεπε να μείνει ψύχραιμη για την οικογένεια της. Έπρεπε να βρει τον αδερφό της. Ήταν ο μόνος που της είχε απομείνει τώρα.

Όταν θα έφτανε στο Νεκρό Δάσος θα τον έβρισκε, θα ήταν και πάλι οικογένεια. Δεν στεναχωριόταν για την σύλληψη της. Δεν της είχε μείνει τίποτα πια. Τίποτα να χάσει, τίποτα να αφήσει πίσω. Είχε κλειδώσει το παρελθόν της στα εσώψυχά της.
Το φορτηγό σταμάτησε. Ψίθυροι απλώθηκαν μέσα στο φορτηγό.

Το Δάσος Της ΛήθηςWhere stories live. Discover now