(11) Το Πρετιόσουμ

67 19 0
                                    

Όταν έφτασε στο ποτάμι, οι αδερφές είχαν φύγει. Το Πρετιόσουμ -όπως το είχε αποκαλέσει η φωνή- τώρα κοιμόταν μέσα στο ανοιχτόχρωμο ύφασμα.

Έτσι την φώναζε μέσα στο κεφάλι της. Η φωνή. Η φωνή το ένα, η φωνή το άλλο. Χιλιάδες ερωτήσεις της είχαν γεννηθεί. Ποια γυναικα ήταν στα αλήθεια πίσω από την φωνή? Είχε όντως καλές προθέσεις? Γιατί την έσωσε? Αποτελούσε κίνδυνο? Μήπως έπρεπε να το πει στους άλλους?

Δεν μπορούσε να ξεχάσει τη λάμψη που τύλιξε το ζώο, τις κοκκινωπές αυτές τούφες. Ήξερε ότι υπάρχει μαγεία στο δάσος, αλλά ποτέ δεν την φανταζόταν με αυτή τη μορφή.

Ακούμπησε ευλαβικά το κοιμισμένο πλάσμα στο έδαφος μαζί με την πέτρα που είχε βρει. Ήξερε ότι δεν θα της χρησίμευε σε κάτι, όμως δεν ήθελε να την αφήσει. Το ζώο ανασηκώθηκε τρομαγμένο, την κοίταξε ερευνητικά και έπειτα ξανακοιμήθηκε.

Βούτηξε την μπλούζα του Σαμ στο τρεχούμενο νερό και μεμιάς εκείνη απελευθέρωσε ροζ κηλίδες αίματος που χάθηκαν αμέσως μέσα στην ορμή του ποταμιού. Έσφιξε την μπλούζα στα χέρια της απελευθερώνοντας και άλλες κηλίδες.

Έπειτα από λίγη ώρα σχεδόν όλο το αίμα είχε φύγει. Η Ιζαμπέλα στράγγισε όσο νερό μπορούσε από το ύφασμα και, παίρνοντας ξανά στην αγκαλιά της το Πρετιόσουμ κίνησε για το ξέφωτο.

Ο δρόμος προς τα πίσω ήταν πιο ήρεμος. Καμιά έκπληξη, καμιά ταραχή. Προσπέρασε την συστάδα κάκτων για την οποία μιλούσε ο Τζακ στις αδερφές, το σημείο όπου βρήκε το πληγωμένο ζώο και έπειτα από λίγη ώρα γρήγορου βάδην έφτασε στον προορισμό της.

Ο Ρον στοίβαζε φρέσκα ξύλα πάνω από αυτά που είχαν καεί το προηγούμενο βράδυ και μιλούσε περήφανα κάνοντας έντονες χειρονομίες και μορφασμούς στις τρεις αδερφές οι οποίες είχαν μαζευτεί γύρω του και κρέμονταν από κάθε του λέξη.

Λίγο πιο πέρα, συγκεντρωμένοι πάνω από το μαμούθ, ο Ράιαν με τον Λη και τον Μάικλ ξεχώριζαν με τους σουγιάδες τους το δέρμα από το κρέας του ζώου, ακριβώς όπως τους είχε δείξει ο Ρον.

Δίπλα τους, ο Τζακ ψιλόκοβε με το τελευταίο μαχαίρι που είχανε, το φυτό που είχε βρει στο δάσος για να το ρίξει στο κομμένο κεφάλι κάκτου που έστεκε σαν μπολ στα γόνατα του και ήταν γεμάτο νερό.

Όλοι μαζί αντάλλασσαν κουβέντες και χωρατά, γελούσαν και διασκέδαζαν.

Ο Σαμ καθισμένος σε ένα κορμό μακριά από όλους, παρατηρούσε χλωμός και αδύναμος τις δουλειές που έκαναν οι Αντάρτες.

Το Δάσος Της ΛήθηςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin