(26) Νεκρός?

52 16 4
                                    

Ένιωθε το σώμα του ελαφρύ και ελεύθερο, να αψηφάει τους νόμους της βαρύτητας. Ένιωθε να πετάει ανάλαφρος, δίχως έγνοιες και προβλήματα. Ένιωθε ευτυχισμένος.

Έτσι είναι λοιπόν να πετάς. Η νηνεμία που αισθάνονταν ήταν μεθυστική, τον τύλιγε απαλά μαγεύοντάς τον, κάνοντας τον να ξεχάσει.

Να ξεχάσει τους χαμένους γονείς του, να ξεχάσει την δικτατορία, να ξεχάσει την φυλάκιση του, να ξεχάσει τον τσουχτερό πόνο που ένιωθε στα πνευμόνια του.

Ξέχασε ακόμα πολλά πράγματα. Έσβησε από την μνήμη του τα άτομα που νοιάζονταν για εκείνον έξω από την δασοφυλακή, έσβησε από την μνήμη του τους Αντάρτες που είχαν φυλακιστεί μαζί του, τα μαγικά πλάσματα του δάσους, ακόμα και τους Θεούς που κατοικούσαν ξεχασμένοι στις δασοφύλακες. Τα ξέχασε όλα.

Δεν θυμόταν πως είχε φτάσει σε εκείνο το μέρος, δεν ήξερε καν πως να προσδιορίσει τον χώρο στον οποίο πετούσε. Πάντως ένιωθε υπέροχα, και για αυτό τον λόγο δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο. Πώς θα μπορούσε να τον νοιάξει άλλωστε.

Μέσα στην μέθη του δεν άκουσε την φωνή της Ιζαμπέλας να φωνάζει το όνομα του από τον άλλον κόσμο, δεν ένιωσε τα χέρια της να τυλίγονται γύρω από τους ώμους του και να τον τραβάνε με κόπο έξω από τα μακάβρια νερά.

Οχτώ λεπτά. Τόσο διήρκησε η ευτυχία του, τόσο κράτησε η πτήση του. Έπειτα άρχισε να νιώθει μια θαλπωρή να τον πλυμμηρίζει. Αυτή η ζεστασιά του ήταν οικεία, τύλιξε τα σωθικά του κάνοντας τον να αναρωτηθεί από που την γνώριζε. Οι σκέψεις του ωστόσο παραήταν μπερδεμένες.

Ήξερε ότι την είχε ξανανιώσει αυτή την θαλπωρή. Που όμως? Ένιωθε να προσπαθεί να θυμηθεί ένα όνειρο το οποίο όσο παιρνούσε η ώρα έσβηνε όλο και περισσότερο. Έμοιαζε σαν κάθε φορά που πίεζε το μυαλό του να σκεφτει την απάντηση στον προβληματισμό του, εκείνη να ξεγλιστράει όλο και πιο βαθιά στο υποσυνείδητο του.

Αποφάσισε να αγνοήσει την ζεστασιά αυτή και να συνεχίσει το ταξίδι του στο άπειρο, όταν εκείνη έγινε πιο δυνατή. Με την ώρα το σώμα του άρχισε να θερμαίνεται σε βαθμό υπερβολικό, ώσπου τα εσωτερικά του όργανα άρχισαν να τον καίνε.

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του πεπεισμένος πως αν θυμόταν από πού προέρχεται όλη αυτή η θερμότητα, θα την έκανε να σβήσει, θα την έκανε να τον αφήσει ήσυχο.

Στα αφτιά του ήχησε μια κοριτσίστικη κραυγή. Η φωνή αυτή κάτι του θύμιζε, ωστόσο για άλλη μια φορά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι.

Άνοιξε τα μάτια του υποφέροντας και αντίκρισε τα χέρια του να εκπέμπουν μια χρυσή λάμψη που γινόταν όλο και πιο έντονη.

Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι είχε πιάσει φωτιά. Που είχε πιάσει φωτιά και γιατί δεν μύριζε καπνός? Βασάνιζε το μυαλό του με ανόητα ερωτήματα ώσπου οι απαντήσεις που αναζητούσε προηγουμένως άρχισαν να ξεπετάγονται μέσα στο μυαλό του.

Τα λυκόφιδα που είχαν πιάσει, το δέρμα που είχε πάρει να πλύνει στο ποτάμι, η συνάντηση του με την Ιζαμπέλα. Η φωνή της Άβας να αντηχεί στο μυαλό του, να του ζητάει συγγνώμη, τα παγωμένα νερά του ποταμού να τον πλαισιώνουν, να τον αιχμαλωτίζουν σε μια υδάτινη φυλακή δίχως οξυγόνο, να εισβάλλουν βίαια στα πνευμόνια του που έκαιγαν από την έλλειψη αέρος.

Το κάψιμο φούντωσε ακόμη περισσότερο, πιο δυνατό από κάθε άλλη φορά. Το αγόρι ξεφώνησε, ωστόσο η κραυγή του έμεινε σκαλωμένη στον λαιμό του. Ο πόνος στον οποίο είχε βυθιστεί ήταν αβάσταχτος και ήθελε να απαλλαχθεί από αυτόν αμέσως. Δεν ήξερε όμως πως.

Τότε άρχισε να νιώθει και άλλα πράγματα. Ένιωσε το σώμα του ξαπλωμένο πάνω σε μια τραχιά επιφάνεια, να κρυώνει -βρεγμένο και εκτεθειμένο καθώς ήταν στον φθινοπωρινό άνεμο. Αισθάνθηκε πάνω στο στέρνο του ένα βάρος, δύο χέρια να του σφίγγουν την μπλούζα.

Άκουσε το κελάρισμα του ποταμού καθώς έρεε ανέμελα, πουλιά να κελαηδούν στο δικό τους ρυθμό, το θρόισμα των φύλλων του δάσους. Ήθελε να ανοίξει τα μάτια του όμως η οδύνη που τον μάστιζε δεν του το επέτρεπε αυτό. Τι έπρεπε να κάνει? Τι έπρεπε να κάνει για να τον αφήσει αυτός ο καταραμένος πόνος?

Πήρε αυτόματα μια ανάσα όμως δεν κατάφερε να την φυγαδεύσει ολόκληρη στα πνευμόνια του. Προσπάθησε να πάρει ακόμα μια και αυτή τη φορά τα κατάφερε λίγο καλύτερα. Ο δροσερός αέρας που εισέρχονται στον οργανισμό του έσβηνε την καυτή φωτιά που έκαιγε μέσα του.

Τα χέρια στο στέρνο του άρχισαν να χαλαρώνουν το κράτημα τους, μέχρι που τον άφησαν τελείως. Έπειτα ένας υπόκωφος γδούπος αντήχησε στην ατμόσφαιρα. Πήρε και άλλες ανάσες. Όσες περισσότερες έπαιρνε τόσο πιο πολύ έσβηνε την θερμότητα μέσα του.

Τελικά, έπειτα από λίγα λεπτά, το σώμα του είχε επανέλθει στην φυσιολογική του θερμοκρασία, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά πίσω από το στήθος του, τροφοδοτώντας τον υπόλοιπο οργανισμό του με αίμα και ενέργεια.

Άνοιξε τα μάτια του.

Το Δάσος Της ΛήθηςOnde histórias criam vida. Descubra agora