(3) Νέες Γνωριμίες

134 23 3
                                    

Την πήρε ο ύπνος στα φύλλα με τον Τζακ δίπλα της να της λέει ιστορίες για το παρελθόν του. Η φωνή του ήταν τόσο βαθιά, τα βλέφαρά της τόσο βαριά. Ο γέρος την έκανε σχεδόν να ξεχάσει την απογοήτευση της.

Όταν ξύπνησε ο πόνος στον ώμο της είχε καταλαγιάσει. Λίγα μέτρα δεξιά της τα υπολείμματα μιας φωτιάς τριζοβολούσαν κάτω από το φως της μέρας. Στον κορμό απέναντι της τώρα καθόταν ο Σαμ με το βλέμμα του να ατενίζει τον ουρανό και τις τζίβες του δεμένες πίσω.

"Πόση ώρα κοιμάμαι?"

Την κοίταξε με απορία, σαν να μην θυμόταν ότι είναι εκεί.

"Βλέπεις ρολόι πάνω μου ή κάτι τέτοιο?"

Ο τόνος του απότομος, το ύφος του σαρκαστικό. Η Ιζαμπέλα απηύδησε υψώνοντας το βλέμμα ψηλά.

"Είσαι πάντα τόσο αγενής?"

"Είσαι πάντα τόσο απρόσεκτη?"

Την περιεργάζονταν χωρίς κανένα συναίσθημα στο πρόσωπό του.
Δεν του απάντησε. Τον αγνόησε. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθια.

Δεν ήθελε να μείνει άλλο εκεί, δεν ήθελε να τσακωθεί μέσα στη Δασοφυλακή. Θα έφευγε από το ξέφωτο, θα πήγαινε να συναντήσει τους υπόλοιπους αντάρτες. Κοιτούσε μπροστά αισιόδοξα. Ίσως να μπορούσε να βγει από εκεί μέσα, ίσως να κατάφερνε να βρει τον αδερφό της.
Έβαλε το καλό της χέρι πάνω στα φύλλα για να στηριχτεί και πίεσε τα γόνατά της για να σηκωθεί.

Κύματα πόνου διαπέρασαν όλο της το σώμα. Άφησε το χέρι της ελεύθερο και ακούμπησε άγαρμπα πάλι κάτω.

"Τι κάνεις εκεί?"

Ο Σαμ την κοίταζε με ενδιαφέρον.

"Φεύγω από εδώ"

Απάντησε εκνευρισμένη κάνοντας ακόμα μια αποτυχημένη προσπάθεια.

"Έτσι που κανείς θα ξανανοίξεις την πληγή στον ώμο σου"

Το αγόρι έμοιαζε να το διασκεδάζει.

"Δεν με νοιάζει, θέλω να φύγω"

Στάθηκε πάλι στα γόνατά της μόνο και μόνο για να την ρίξει πάλι ο πόνος κάτω.

"Περίμενε"

Ο Σαμ σηκώθηκε όρθιος και κατευθύνθηκε προς το μέρος της.

"Δεν χρειάζομαι την βοήθεια σου"

Την αγνόησε και συνέχισε να την πλησιάζει. Με σίγουρες κινήσεις τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα της και την σήκωσε με ευκολία. Εκείνη άπλωσε τα πόδια της και στάθηκε όρθια. Το αγόρι απομακρύνθηκε.

"Ευχαριστώ"

Μουρμούρισε απρόθυμα.

Άφησε το πληγωμένο της χέρι να πέσει ελεύθερο στο πλευρό της, όμως το μετάνιωσε αμέσως καθώς ο πόνος άρχισε να μαστιγώνει πάλι το κορμί της.

Έκανε ένα μορφασμό ωστόσο προσπάθησε να μην εκδηλώσει τον πόνο της. Στήριξε με το καλό της χέρι το πλέον αχρηστευμένο μέλος του σώματος της.

"Ο Τζακ έφτιαξε αυτό"

Είπε ο Σαμ καθώς επέστρεφε. Της έδειξε ένα κρίκο από κουρέλια.

"Είπε να τον φορέσεις αν ξυπνήσεις και θες να πας κάπου"

Της πέρασε το κουρέλι από το λαιμό και απομακρύνθηκε ξανά.
Η Ιζαμπέλα στήριξε το χέρι στον αυτοσχέδιο νάρθηκα μουρμουρίζοντας.

Ύψωσε το βλέμμα της μόνο για να δει την πλάτη του αγοριού να απομακρύνεται από το ξέφωτο. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έπρεπε να τον ακολουθήσει ή να κάτσει εκεί?

Τελικά θυμήθηκε την φωτιά γύρω από την οποία ήταν μαζεμένοι οι υπόλοιποι αντάρτες την προηγούμενη νύχτα. Αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τα εκεί.

Με τον ώμο της να πάλλεται από τον πόνο σε κάθε της βήμα πέρασε την συστάδα των δέντρων που οριοθετούσε το ξέφωτο και έφτασε στην σβησμένη φωτιά.

Γύρω από τα καμμένα κλαριά ήταν πρόχειρα τοποθετημένοι σε τρίγωνο χοντροί κορμοί. Πάνω τους καθόντουσαν τρεις κυρίες, όλες πάνω από σαράντα.

Το Δάσος Της ΛήθηςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin