(10) Ζωντανή Απο Τύχη

74 18 2
                                    

Βάδιζε προς το μονοπάτι που της είχε υποδείξει ο Τζακ, ώστε να φτάσει στο ποτάμι. Είχε αφήσει τους άλλους πίσω της εδώ και αρκετή ώρα. Άκουγε το κελάρισμα του νερού κοντά της.

Τέντωσε τα χέρια της στο ύψος των ώμων της και κράτησε την μπλούζα του Σαμ να ανεμίσει για λίγο ώστε να επιθεωρήσει τους λεκέδες. Το πίσω μέρος του υφάσματος ήταν ποτισμένο με αίμα, ενώ το δεξί μανίκι βρισκόταν στην ίδια περίπου κατάσταση.

Αναστέναξε προϊδεασμένη για την δουλειά που την περίμενε. Έριξε πάλι τα χέρια της στα πλευρά με τον ώμο της να την ενοχλεί ιδιαίτερα.

Ένα τρίξιμο ακούστηκε από τους θάμνους δίπλα της. Η Ιζαμπέλα κοκάλωσε με ένα ρίγος να την διαπερνά. Έψαξε με το βλέμμα της γύρω της για οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν όπλο.

Το τρίξιμο ακούστηκε ξανά. Εντόπισε λίγο πιο δίπλα της μια πέτρα σπασμένη στα δύο, με τις άκρες της αρκετά κοφτερές. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο, αλλά από το τίποτα....

Έκανε προσεκτικά ένα βήμα προς το αντικείμενο, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Το τρίξιμο ήχησε πάλι, με μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση αυτή τη φορά. Η Ιζαμπέλα άρπαξε την σπασμένη πέτρα και περίμενε σε επιφυλακή με το βλέμμα της καρφωμένο στον θάμνο.

Η καρδιά της κλοτσούσε άγρια μέσα στο στήθος της. Πήρε μια βαθιά ανάσα να καθησυχάσει τον εαυτό της.

Από τους θάμνους ξεπρόβαλε ένα μικροσκοπικό ζώο, στο μέγεθος ενός μικρού σκύλου περίπου. Το τρίχωμά του ήταν ξανθό και είχε δύο πρασινωπό μάτια που την διαπερνούσαν αδύναμα, παρακλητικά.

Τα αυτιά του ήταν μικροσκοπικά, όμως η ουρά του εξαιρετικά μακριά, χανόταν μέσα στους θάμνους. Έμοιαζε πληγωμένο και τρέκλιζε προς το μέρος της.

Η κοπέλα, μην ξέροντας τι να κάνει, κοίταξε τριγύρω. Έπειτα κοίταξε πάλι το παράξενο πλάσμα που κλαψούριζε αδύναμο. Ένιωθε την ανάγκη να το βοηθήσει, όμως φοβόταν να αντιδράσει, φοβόταν να το αγγίξει. Έπρεπε να απομακρυνθεί από εκεί.

Κοίταξε άλλη μια φορά το πλάσμα έτοιμη να φύγει. Ωστόσο, παρατηρώντας το πληγωμένο του μικροσκοπικό κορμί και τα λαμπερά, πλυμμηρισμένα από δάκρυα μάτια του, μετάνιωσε για την επιπόλαια απόφαση της.

Έσκυψε για να το βοηθήσει. Με την κοφτερή πλευρά της πέτρας, έγδαρε το υφασμάτινο παντελόνι της και έπειτα, με μια κίνηση έσκισε το μέρος που κάλυπτε την δεξιά της γάμπα. Με το ύφασμα στα χέρια της, πλησίασε αργά και διστακτικά το πλάσμα.

Το Δάσος Της ΛήθηςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora