Το δαχτυλίδι

139 9 0
                                    

Ο Αλεκ βρίσκεται στο ινστιτούτο και ετοιμάζεται για να βγει με τον Μαγκνους. Είχε πολύ άγχος για την αποψινη βραδιά. Ήλπιζε όλα να πάνε καλά. Αφού ήταν έτοιμος βγήκε από το ινστιτούτο και αφού πείρε ένα ταξί πήγε στο σπίτι του Μαγκνους. Ο Μαγκνους εκεί τον περίμενε με ανυπομονησία χωρίς να ξέρει την έκπληξη που του ετοιμάζει ο Άλεκ.

Μ: Λοιπόν που θα με πας?

Ρώτησε ο Μαγκνους μόλις μπήκε μέσα ο Άλεκ.

Α: Θα δεις.

Και έτσι τον έπιασε από το χέρι και βγήκαν από την πολυκατοικία του. Πήγαν με τα πόδια μιας που αυτό το μέρος που ήθελε να τον πάει βρίσκεται στο Μπρούκλιν. Η ώρα κοντευε δέκα το βράδυ όταν είχαν φτάσει στο μέρος.

Μ: River cafe.

Διάβασε δυνατά το όνομα του μαγαζιού.

Μ: Είναι πολύ ρομαντικό μέρος.

Α: Ναι....?

Είπε ο Άλεκ προσπαθώντας να κρύψει το άγχος που τον είχε πιάσει αυτήν την στιγμή. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν έπρεπε με τίποτα να διλιασει. Του άνοιξε την πόρτα και τον άφησε να περάσει πρώτος και έπειτα τον ακολούθησε. Έκατσαν σε έναν τραπέζι και περίμεναν την σερβιτόρα να έρθει.

Σ: Λοιπόν τι θα πάρετε?

Α: Σαμπάνια.

Σ: Σε λίγο θα είναι εδώ.

Και έτσι έφυγε.

Μ: Σαμπάνια ε? Γιορτάζουμε κάτι? 

Α: Όχι.

Μ: Τότε γιατί όλα αυτά?

Α: Εμμμμμ.....

Όμως πριν προλάβει να πει κάτι τους διέκοψε η σερβιτόρα και ο Άλεκ την ευχαριστούσε από μέσα του.

Σ: Η σαμπάνια σας. Καλά να περάσετε.

Μ+Α: Ευχαριστούμε.

Και πάλι έμειναν μόνοι τους. Μια μικρή ησυχία έπεσε μεταξύ τους μέχρι που ο Μαγκνους αποφάσισε να την σπάσει.

Μ: Αυτή η σαμπάνια είναι πολύ ωραία.

Α: Μμμμ είναι.

Μ: Αλεξαντερ? Συμβαίνει κάτι?

Ο Άλεκ τον κοίταξε.

Τώρα ή ποτέ.

Σκέφτηκε και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Πήγε μπροστά από τον Μαγκνους και αφού έβγαλε έναν κουτί από την τσέπη του γονατισε μπροστά του. Ο Μαγκνους τον κοίταξε με την απορία εμφανές στα μάτια του.

Α: Μαγκνους Μπειν.....

Ξεροβηξε.

Α: Το ξέρω πως μπορεί να είναι λίγο έως και πολύ εγωιστκο από μέρους μου εφόσον εσύ ζεις για πάντα ενώ εγώ θα πεθάνω κάποια στιγμή......

Σταμάτησε και τον κοίταξε στα μάτια. Ο Μαγκνους ακόμα δεν καταλαβαινε που το πήγενε.

Α: Και άμα μου πεις όχι είναι εντάξει δεν χρειάζεται να ανησυχείς.......

Μ: Αλεξαντερ τι ακριβώς θες να μου πεις?

Τον διέκοψε ο Μαγκνους. Ο Άλεκ πήρε μια βαθιά ανάσα.

Α: Μαγκνους Μπειν θες να με παντρευτείς?

Είπε και άνοιξε το κουτί που κρατούσε στο χέρι του και του το έδειξε. Μέσα βρισκόταν ένα δαχτυλίδι. Ο Μαγκνους τον κοίταξε σοκαρισμενος. Ποτέ κανένας δεν του είχε κάνει πρόταση. Και τώρα του το έκανε το άτομο που είχε αγαπήσει πιο πολύ από όλους. Τον κοίταξε στα μάτια και προσπαθώντας να συγκρατισει την φωνή του για να μην γίνει ουρλιαχτο μίλησε.

Μ: Αλεξαντερ.......

Τελικά δεν άντεξε και δάκρυα άρχισαν να κυλουν από τα μάτια του.

Μ: Ν-ν-ναι.

Είπε στο τέλος και έπεσε στην αγκαλιά του. Ο Άλεκ τότε πέρασε το δαχτυλίδι στο χέρι του και του έδωσε ένα απαλό φιλί στο στόμα και του σκουπισε τα δάκρυα που έτρεχαν. Έπειτα έκατσε στην καρέκλα του και αφού ήπιαν την σαμπάνια τους έφυγαν για μια μικρή βόλτα πριν πάνε στο σπίτι του Μαγκνους.

Malec one shots Where stories live. Discover now