Η βροχή

135 12 0
                                    


Έξω βρέχει. Ο Άλεκ κάθεται στο δωμάτιο του και ακούει την βροχή που πέφτει. Το κινητό του άρχισε να δονητε. Καταλαβαίνει πως είναι μήνυμα το παίρνει και βλέπει το όνομα του Μαγκνους να γράφεται στην οθόνη. Αυθόρμητα χαμογελάει και ανοίγει να το διαβάσει.

Μαγκνους:
Βοήθεια. Δεν ξέρω που είμαι. Δεν έχω μαγεία έχω εξαντληθεί. Σε παρακαλώ βρες με.

Τα έχασε. Αμέσως τον πείρε τηλέφωνο.

Μ: Αλεξαντερ. Σε παρακαλώ έλα να με βρεις. Έχω χαθεί. Είμαι έξω από την Νέα Υόρκη.

Άκουσε τον Μαγκνους να του λέει μες τα αναφιλιτα.

Α: Μαγκνους έρχομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ. Σε παρακαλώ μείνε δυνατός. Και μην κουνηθεις από εκεί.

Και έτσι το έκλεισε. Πήγε και βρήκε τον Σαιμον που ήταν στο ινστιτούτο και καθόταν με την Ιζι.

Α: Σαιμον θέλω με πας κάπου με τον βαν. Σε παρακαλώ.

Ι: Για να παρακαλας εσύ κάτι σοβαρό έχει γίνει.

Α: Δεν έχω χρόνο για εξηγήσεις. Σαιμον θα με πας? Θα σου εξηγήσω στο δρόμο.

Σ: Πάμε.

Του είπε και έτρεξαν στο βαν. Ο Άλεκ στην διαδρομή του εξήγησε τι έγινε και ο Σαιμον άρχισε να πηγενει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Σ: Ελπίζω να πηγενουμε σωστά και να είναι από εδώ.

Α: Και εγώ.

Σ: Μην ανησυχείς θα τον βρούμε.

Α: Ευχαριστώ. Που με πηγενεις.

Ο Σαιμον δεν απάντησε. Μετά  από τρεις ώρες διαδρομή περίπου είχαν βγει από την Νέα Υόρκη και είδαν ένα άντρα να κάθεται κάτω και να τον έχει σκεπασει η βροχή.

Α: Σαιμον αυτός είναι σταματα.

Του φώναξε όταν κατάλαβε ότι είναι αυτός και τον είχαν προσπεράσει.

Σ: Πήγενε θα σας περιμένω εδώ.

Ο Άλεκ τότε βγήκε γρήγορα από το βαν και έτρεξε προς την μεριά του. Δεν ήταν και πολύ σίγουρος αν ήταν αυτός μιας που δεν μπορούσε να δει καθαρά το πρόσωπο του εξαιτίας της βροχής.

Α: Μαγκνους?

Φώναξε όταν τον πλησίασε.

Μ: Αλεξαντερ.

Τον άκουσε να λέει και έτρεξε στην αγκαλιά του. Αμέσως δάκρυα είχαν αρχίσει να πέφτουν από τα μάτια και των δύο.

Α: Τι έγινε?

Μ: Καθόμουν στο διαμέρισμα όταν δύο άντρες εισεβαλαν μέσα και με πείραν με το ζόρι. Με πήγαν σε ένα μέρος και με βασανιζαν. Ήθελαν να πάρουν την μαγεία μου και τα κατάφεραν.

Ο Άλεκ τον άκουγε τρομαγμενος.

Α: Μαγκνους.

Είπε και τον εσφυξε πιο πολύ στην αγκαλιά του.

Μ: Οι δυνάμεις μου θα επιστρέψουν με λίγη ξεκούραση πάντως.

Ο Άλεκ τότε τον φιλισε στο στόμα και ο Μαγκνους αμέσως ανταπεδωσε.

Μ: Αλήθεια πώς ήρθες μέχρι εδώ?

Α: Με έφερε ο Σαιμον με το βαν του. Ο Σαιμον.

Είπε και πετάχτηκε.

Α: Μας περιμένει στο βαν. Πάμε.

Του είπε και τον έπιασε το χέρι. Μπήκαν μέσα και ο Σαιμον έβαλε μπρος. Στην διαδρομή του τα είπαν όλα και στο τέλος τους άφησε στο σπίτι του Μαγκνους. Εκεί ο Άλεκ τον έβαλε να ξαπλωσει και ξαπλωσε δίπλα του παίρνοντας τον στην αγκαλιά του. Άρχισε να τον χαιδευει τα μαλλιά μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Και έπειτα κοιμήθηκε και αυτός.

Malec one shots Where stories live. Discover now