Έξω χιονιζε και ο Μαγκνους με τον Άλεκ αποφάσισαν να βγουν μια βόλτα. Είχαν αγκαλιάσει ο ένας τον άλλον για να μην κρυώνουν.
"Είναι υπέροχα να περπατάς στο χιόνι."
Είπε ο Μαγκνους ενθουσιασμενος.
"Ναι."
Συμφώνησε ο Άλεκ και τον τράβηξε πιο κοντά του δίνοντας του ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού του. Ο Μαγκνους χαμογελασε και τον κοίταξε. Ξαφνικά άφησε το χέρι του Άλεκ. Ο Άλεκ τον κοίταξε με απορία αλλά τότε μια μπάλα από χιόνι ήρθε στο πρόσωπο του και άκουσε το γέλιο του Μάγκνους. Τότε άρχισε να πετάει στον Μάγκνους μανιωδώς μπάλες από χιόνι. Ο Μάγκνους έτρεξε και πηδηξε πάνω του με αποτέλεσμα να πέσουν και οι δύο κάτω. Τα γέλια τους ακουγοντουσαν παντού. Κοίταξαν για λίγο ο ένας τον άλλον στα μάτια και ο Μάγκνους εσκηψε για να τον φιλισει. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα γλυκό φιλί.
"Έχω ξεπαγιασει."
Είπε ο Άλεκ και ο Μάγκνους σηκώθηκε από πάνω του για να μπορέσει να σηκωθεί και ο Άλεκ από το χιόνι. Τα ρούχα τους ήταν γεμάτο από το χιόνι.
"Πάμε σπίτι."
Και έτσι πιασμενοι χέρι χέρι επέστρεψαν στο διαμέρισμα τους.
"Πήγενε να κάνεις ένα μπάνιο και εγώ θα ετοιμάσω τσάι για να πιούμε."
Είπε ο Μάγκνους και ο Άλεκ αφού κούνησε θετικά το κεφάλι του πήγε στο μπάνιο. Ο Μάγκνους μέχρι να βγει ο Άλεκ άναψε μια φωτιά έφτιαξε το τσάι τους και τα τοποθέτησε πάνω σε ένα τραπέζι. Έστρωσε κάτω στο πάτωμα κοντά στο τζάκι κουβερτες και έκατσε να περιμένει τον Άλεκ να έρθει. Αφού ήρθε έκατσαν και οι δύο μαζί μπροστά από το τζάκι αγκαλιασμενοι να πίνουν το τσάι τους. Δεν μιλούσαν. Απολαμβαναν αυτήν την ήρεμη στιγμή κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου. Δεν χρειαζόταν να πουν τίποτα τα μάτια τους τα έλεγαν όλα. Αφού ήπιαν το τσάι τους ξαπλωσαν και ο Μάγκνους ακουμπησε το κεφάλι του στο στήθος του Άλεκ. Και έτσι πέρασαν την μέρα τους. Απολαμβάνοντας την ζεστασιά του άλλου.