Η Σύγκρουση

109 13 28
                                    

Ήταν σειρά της Ελίζαμπεθ να φυλάξει σκοπιά τώρα. Η Σόνια την είχε ξυπνήσει ανήσυχη γύρω στις 4 το απόγευμα και της μίλησε για τη φιγούρα. Η ομάδα Α πρέπει να ήταν αρκετά κοντά και, προφανώς, τις είχαν εντοπίσει. Και για να μην είχαν επιτεθεί όλοι μαζί και για να μην είχαν κάνει καμία προσπάθεια πρώτης επαφής, τότε μάλλον κάτι μεγάλο σχεδίαζαν. Αυτή η ανώφελη συστηματική παρακολούθηση ήταν πολύ ύποπτη. Η Σόνια επέμενε να μείνει ξύπνια και στη βάρδια της Ελίζαμπεθ, όμως η Ελίζαμπεθ αρνήθηκε πεισματικά. Η Σόνια φαινόταν χάλια με τα μάτια της κόκκινα και σακουλιασμενα από τη νυστα, τα μάγουλά της πιο κόκκινα από της Ελίζαμπεθ παρά το γεγονός ότι το δέρμα της ήταν αρκετά πιο σκούρο, και τα ανακατεμένα και γεμάτα σκόνη μαλλιά της. Τελικά, η Σόνια υποχώρησε όταν η Ελίζαμπεθ τη διαβεβαίωσε ότι αν συνέβαινε έστω και το παραμικρό θα την ξυπνούσε αμέσως.

Η Ελίζαμπεθ, όμως, είχε πει ψέματα. Δεν σκόπευε να ξυπνήσει τη Σόνια παρά μόνο αν ερχόταν ένα τσούρμο Κρανκ κατά πάνω τους. Δεν το είχε αποφασίσει μόνο και μόνο επειδή την είχε δει έτσι ταλαιπωρημένη όταν ξύπνησε. Το συλλογιζοταν αρκετά στον ύπνο της και τελικά είχε καταλήξει πως δε θα φερόταν για άλλη μια φορά σαν μικρό παιδί. Ήταν ήδη αρκετά μεγάλη και έμπειρη για να αντιμετωπίσει σχεδόν οποιαδήποτε κατάσταση μόνη της.

Οι ώρες περνούσαν πότε αργά και πότε γρήγορα. Η ταχύτητα καθοριζόταν από τις σκέψεις της. Για παράδειγμα την πρώτη ώρα σκεφτόταν τη Σόνια και τη φιγούρα. Όντως κινδύνευαν; Κι αν η φιγούρα δεν ήταν παρά μια από τις παραισθήσεις της ερήμου και της εξάντλησης;

Τη δεύτερη ώρα σκεφτόταν όση από τη ζωή της θυμόταν, δηλαδή τα τελευταία δύο χρόνια στο Λαβύρινθο και μερικές σκόρπιες αναμνήσεις από το παρελθόν. Κυρίως βροχερές μέρες κάτω από μια κούτα στο δρόμο και ένα θόλο πρόσωπο. Ένιωθε πως μπορούσε να το θυμηθεί. Οι αναμνήσεις ήταν εκεί, σχεδόν μπορούσε να τις αγγίξει. Αλλά το σχεδόν δεν ήταν αρκετό. Όλα παρέμεναν θολά.

Η τρίτη ώρα πέρασε αρκετά αργά. Η Ελίζαμπεθ δεν ήξερε πλέον τι να σκεφτεί. Σκάρωσε πολλές φορές πιθανά σχέδια στο μυαλό της σε περίπτωση κινδύνου, προσπαθώντας πάντα να επικεντρωθεί στο τι θα έκανε σε κάθε περίπτωση και να αγνοήσει τις τρομακτικές αναμνήσεις του Λαβύρινθου.

Έτσι, έφτασε αργά και σταθερά και η τέταρτη ώρα. Η Ελίζαμπεθ αποφάσισε να ζωγραφίσει στην άμμο. Ήταν βέβαια μεγάλη πρόκληση καθώς ακόμα και στη σκιά η άμμος έκαιγε σαν ψησταριά. Ωστόσο, η Ελίζαμπεθ κατάφερε κούτσα κούτσα να ζωγραφίσει έναν ελέφαντα, κάτι που έμοιαζε με καμήλα και μια χαμογελαστή φατσούλα. Ενώ σχεδίαζε ένα ακατανόητο σχήμα θυμήθηκε εκείνο το σημάδι στον καρπό της. Ο ήλιος και το φεγγάρι ενωμένα σε ένα σχήμα από μελάνι. Με αυτό είχε ξυπνήσει στο κουτί η Ελίζαμπεθ. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι σήμαινε αλλά σίγουρα επρόκειτο για κάτι πολύ σημαντικό. Το ένιωθε. Και κάθε φορά που έβλεπε πως ξεθωριαζε έστω και λίγο έπαιρνε ένα μαρκαδορακι που τους είχαν στείλει με το κουτί και ξαναπατουσε το σχέδιο. Συνήθως αυτό γινόταν σχεδόν μηχανικά και υποσυνείδητα, όμως και το συνειδητό μέρος της Ελίζαμπεθ δεν ήθελε να χάσει το σημάδι. Ήταν το μοναδικό πράγμα που της είχε μείνει από το παρελθόν. Αυτό και τα στρογγυλά γυαλιά της. Ίσως να κατάφερνε, τελικά, να θυμηθεί κάτι τώρα που ήταν στην Καμένη Γη.

Υποκείμενο Β5: Η ΑλήθειαWhere stories live. Discover now