Κεφάλαιο 1

141 12 7
                                    

Εχθές τελειώσαμε τις εξετάσεις! Μέσα Ιουνίου, ο ήλιος ζεστός και η Αθήνα σφύζει από ζωή. Η Κατερίνα με την Αμάντα και τις οικογένειες τους αύριο φεύγουν στο εξοχικό τους για το καλοκαίρι...πόσο ζηλεύω. Θα μείνω στη πόλη όλο το καλοκαίρι. Αν και δεν με πειράζει και τόσο, θα είμαι στο κρεβάτι μου με το βιβλίο μου και φυσικά θα έχω συντροφιά την Ιζαμπέλα και την Μαργαρίτα. Σκεφτόμουν καθώς περπατούσα κατά μήκος του πλατύ δρόμου προς το σπίτι μου.

Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο μου και ένα <<Μπο!>> ακούστηκε, κλασικός Δημήτρης. Τον Δημήτρη τον ξέρω από το δημοτικό, είμαστε κολλητοί από τότε.

<<Από πού γυρνάς;>>, με ρώτησε με  ένα πλατύ χαμόγελο το οποίο άφησε εκτεθειμένα τα λευκά καλοσχηματισμένα  δόντια του.

<<Είχαμε βγει για να αποχαιρετήσουμε  τις άλλες που πάνε Κέρκυρα.>>, απάντησα με το βλέμμα χαμηλά και σοβαρό ύφος.

<<Δεν πάνε και στο στρατό!>>, ανταποκρίθηκε γελώντας και χτυπώντας παλαμάκια σαν φώκια.

<<Δεν είσαι αστείος.>>, συγκρατιόμουν να μην γελάσω. Έχει πολύ πλάκα όταν το κάνει αυτό.

<<Η Μαργαρίτα τι κάνει;>>, ρώτησε διστακτικά.

<<Καλά είναι, με τον..>>, άρχισα να τον πειράζω. Του αρέσει εδώ και 2 χρόνια, εκείνη δεν δείχνει να ενδιαφέρεται μα ο Τζίμμυ δεν τα παρατά. 

<<Φτάσαμεε!>>, είπα και έσφιξα τα χέρια μου στη μέση του. Είναι τόσο ψηλός που όλοι στο σχολείο μας κοροϊδεύουν που είμαστε κολλητοί με τέτοια διαφορά ύψους.

<<Τα λέμε!>> , φώναξε καθώς απομακρυνόταν και τα γαλανά μάτια του άστραφταν στον ήλιο.

Ήταν 19:00 όταν ήρθε η Ιζαμπέλα σπίτι μου. Όπως ήταν αναμενόμενο ήμουν στο κρεβάτι μου και διάβαζα ένα βιβλίο. Άνοιξε απότομα η πόρτα, αναπήδησα από την έκπληξη. Η Ίζα εκτοξεύθηκε στο κρεβάτι μου και άρχισε να μιλά γρήγορα. Οι εκφράσεις του προσώπου της άλλαζαν κάθε λεπτό. Τα πρασινωπά μάτια της γυάλιζαν από τον ενθουσιασμό.

<<Πάρε και καμία ανάσα>>, είπα χλευάζοντας. Δεν έδωσε σημασία.  

<<Αύριο στις 17:00 θα γίνει ένας διαγωνισμός μοτοκρός. Έλα να πάμε, έλα, έλα>>, μου έκανα τα γλυκά ματάκια για να με πείσει.

<<Δεν με πείθουν εμένα αυτά, δεν υπάρχει περίπτωση να έρθω. Ακόμη και ο Μπρούνο Μάρς να έρθει δεν σηκώνομαι από το κρεβάτι μου- τίποτα δεν θα μας χωρίσει,μην ανησυχείς>>

Η Ίζα προσπαθούσε να μου κρατήσει μούτρα, αλλά δεν τα κατάφερε γέλασε με το σχόλιο μου.

Συνέχισα, <<Εξάλλου είναι πολύ επικίνδυνα, μοτοκρός; τι είναι αυτό βασικά; μηχανάκια; απαπα! Θα σου πρότεινα κι εσένα να μην πας.  Άμα όμως θες τόσο να πας πάρε την Μαργαρίτα.>>

<<Δεν μπορεί.>>, απάντησε δίχως να επιτρέψει ούτε δευτερόλεπτο να περάσει. <<Εμμανουέλα>>, έτσι με λέει όταν ζητάει χάρες, αλλιώς με φωνάζει πάντα Έμμα. <<Σαν τη γιαγιά  μου μιλάς , πάμε κι όποτε βαρεθείς γυρνάμε. 

-Και τι μπορεί να συμβεί στο κάτω κάτω; σκέφτηκα...

Την επομένη η Ίζα ήρθε από τις 15:00 σπίτι μου, άντε να την κρατήσεις αυτήν τη κοπέλα, 6 χρόνια την ξέρω πάντα μέσα σε μπελάδες.

Φτάσαμε σε αυτό το παράξενο μέρος..πολλές μηχανές, όπως μου έκανε παρατήρηση η Ίζα να λέω και όχι μηχανάκια, ήταν ομοιόμορφα ταξινομημένα και όλοι οι οδηγοί φορούσα μαύρα δερμάτινα μπουφάν και κράνη. Όλα αυτά με άφηναν παντελώς αδιάφορη.

Ο διαγωνισμός ξεκίνησε. Έγιναν οι 3 πρώτοι γύροι και από τις δώδεκα μηχανές είχαν μείνει οι πέντε. Ήταν κάπως ενδιαφέρον αλλά είχα πιαστεί. Έκανα νόημα στην Ιζαμπέλα και σηκώθηκα να περπατήσω λίγο. 

Άκουσα τον ήχο μιας μηχανής να πλησιάζει, γύρισα το κεφάλι μου και την είδα να κατευθύνεται με φόρα προς το μέρος μου, καθώς είχε ξεφύγει από τα όρια της πίστας. Κι επειδή φημίζομαι για τα γρήγορα αντανακλαστικά μου δεν πρόλαβα να αντιδράσω και τότε..

Ε1: The Mysterious BoyWhere stories live. Discover now