Κεφάλαιο 2

100 12 5
                                    

Τότε, ένιωσα δυο χέρια να με έχουν αγκαλίασει με προσοχή γύρω από τη μέση και με μετακίνησαν με φόρα παραπέρα όπου δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος. Δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου για αρκετή ώρα από τον φόβο. 

Μα ακόμη ένιωθα αυτά τα στοιβαρά χέρια να με κρατούν. Ακούστηκε ο ήχος της μηχανής που τράκαρε σε έναν τοίχο. Γύρισα το κεφάλι μου πολύ γρήγορα, είδα φευγαλέα τη φιγούρα του αγοριού που μου έσωσε τη ζωή.

Ο μηχανόβιος μου φάνηκε καλά, θα είχε σπάσει σίγουρα κάποιο χέρι ή πόδι πάντως,αλλά φθηνά την γλίτωσε.

Ήμουν πολύ περίεργη να δω το πρόσωπο αυτού του μυστήριου τύπου που ακόμη στεκόταν δίπλα μου για να σιγουρευτεί πως είμαι καλά. Δεν κρατήθηκα, έστρεψα το βλέμμα μου και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Είχε πολύ ελκυστικό βλέμμα, τα μάτια του ήταν μελί, τα χείλη του ροζουλί και είχε κάτι γωνίες,μα κάτι γωνίες. Φορούσε μια μαύρη ζακέτα και είχε την κουκούλα στο κεφάλι του έτσι δεν κατάφερα να δω τα μαλλιά του. 

Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου απο πάνω του, μα όταν τελείωσα να τον εξετάζω απο πάνω μέχρι κάτω άκουσα τη χαρακτηριστική μελωδική φωνή του. Αν και ήταν κάπως βαριά. Αυτό ήταν κάπως απρόοπτο. Από τη φωνή του μπορούσες να καταλάβεις πως κάπνιζε σίγουρα αν και ήταν σε αρκετά νεαρή ηλικία.

<<Άμα τελείωσες με τον θαυμασμό,πρέπει να την κάνω τώρα.>> Έλεος.

Δεν πρόλαβα να μιλήσω και συνέχισε, <<Είσαι καλά,ε; Μια χαρά μου φαίνεσαι εμένα.>> 

Ήθελα να τον ευχαριστήσω..

<<Καλά είμαι>>, αποκρίθηκα χαμηλόφωνα, δεν έβγαιναν οι λέξεις από το στόμα μου.

<<Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ. Είναι επικύνδυνα.>> ,είπε κι έφυγε χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση. Είδα την σκιά του να χάνεται καθώς είχε αρχίσει να σκοτινιάζει ήδη.

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν αρκετά μακριά από εκεί που θα έπρεπε . Τι στο καλό, σκέφτηκα. Ακόμη μια συνειδητοποίηση δεν άργησε να έρθει, βρισκόμουν κάτω στο τσιμέντο εδώ και αρκετή ώρα, μάλλον ήταν η κατάλληλη στιγμή να φύγω.

Άρχισα να τρέχω βιαστικά ταραγμένη από τα γινόμενα, πρός την Ιζαμπέλα. Επιτέλους ένα οικείο πρόσωπο. <<Πάμε να φύγουμε.>>, είπα ξέπνοη.

<<Τι έγινε ρε;>>

<<Θα σου τα πω στο σπίτι.>>

Ξεκινήσαμε να περπατάμε προς την έξοδο και ξαφνικά ακούσαμε κάποιους να φωνάζουν,προφανώς μάλωναν. Ήταν αρκετά σκοτεινά, αλλά η  ατρόμητη φίλη μου που τέτοιες στιγμές έφερνε λίγο της Ζήνας πλησίασε αυτήν την αποθήκη. 

Ε1: The Mysterious BoyDonde viven las historias. Descúbrelo ahora