Κεφάλαιο 11ο

1K 140 16
                                    

ΝΑΤΑΛΙΑ

Ο ήλιος ήταν εξαιρετικά ζεστός καθώς χτυπούσε πάνω μου. Καθόμουν ξαπλωμένη στις κερκίδες του γηπέδου μπάσκετ στην πίσω πλευρά του σχολείου και απολάμβανα το δεκαπεντάλεπτο διάλλειμα που είχα μπροστά μου. Το καλοκαίρι σε λίγο καιρό θα ήταν γεγονός και δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι την απελευθέρωση μου από τα δεσμά του κολλεγίου που με τόση ευκολία είχα περάσει γύρω μου. Δυνατές ομιλίες από κάποιο σημείο δίπλα μου απέσπασαν την προσοχή μου για ένα δευτερόλεπτο συνειδητοποιώντας ότι η Μαριλένα Ισιδώρου και η παρέα της κατευθύνονταν προς το μέρος μου. Έκλεισα τα μάτια μου αναστενάζοντας για ελάχιστα δευτερόλεπτα και πήρα την δυσάρεστη απόφαση να σηκωθώ από το σημείο όπου καθόμουν γλυτώνοντας από μια ακόμη άσχημη εξέλιξη της ημέρας μου εξαιτίας των διαπληκτισμών που συνήθιζε εδώ και μια εβδομάδα να προκαλεί κάθε φορά που με συναντούσε τυχαία σε κάποιο σημείο του σχολείου. Εκείνη ως γόνος μιας από τις πιο πλούσιες οικογένειες της Ελλάδας δεν έπαυε λεπτό να μου δείχνει την κοινωνική και φυσικά οικονομική ανωτερότητα της μειώνοντας με μπροστά σε όλους μας τους συμμαθητές. Μα το σημαντικότερο όλων ήταν ότι είχα χάσει πλέον κάθε ψυχική δύναμη να πολεμάω ώστε να δείξω σε όλα αυτά τα υπερφίαλα και εγωκεντρικά άτομα που με περιέβαλλαν ότι η ζωή δεν μετριούνταν με τα χρήματα και την εξουσία. Υπήρχαν τόσα πράγματα εκεί έξω, στον πραγματικό κόσμο, που δεν είχαν καμία σχέση με όλα εκείνα που θεωρούσαν αυτοί σημαντικά. Η ίδια η ζωή ήταν πολλά περισσότερα.

«Για πού το έβαλες;» ακούστηκε η ελαφρώς τσιριχτή φωνή της σταματώντας με πριν προλάβω να απομακρυνθώ. Την κοίταξα βαριεστημένα. Εκείνη χαμογέλασε πονηρά. Μια κοπέλα από δίπλα της χτύπησε το χέρι μου και ο καφές που κρατούσα βρέθηκε μπροστά στα πόδια μου βρέχοντας τα ρούχα μου στην πορεία με το έδαφος και κατά την πτώση του.

«Τι θέλεις;» ρώτησα προσπαθώντας να της δείξω ότι δεν είχα καμία διάθεση σήμερα για τις γνωστές σκηνές που συνήθιζε να δημιουργεί. Εκείνη γέλασε. Και ξαφνικά ένιωσα μέσα μου ένα κύμα θυμού να φουντώνει. Δεν γνώριζα αν μπόρεσε να το καταλάβει από το βλέμμα μου αλλά το κατάλαβε σίγουρα στην συνέχεια. Με δύναμη σήκωσα τα χέρια μου και την έσπρωξα. Εκείνη παραπάτησε πέφτοντας σε δύο από τις φίλες της ανοίγοντας μου δρόμο να περάσω. Και το έκανα. Καθώς απομακρυνόμουν την άκουσα να φωνάζει.

«Θα μου το πληρώσεις αυτό» γέλασα διότι γνώριζα ότι δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα που θα με πλήγωνε πραγματικά.

Κλειδωμένα όνειρα (Βιβλίο 4ο)Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt