Κεφάλαιο 39ο

827 123 6
                                    

ΝΑΤΑΛΙΑ

2.5 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

Κοίταξα τη μητέρα μου στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να πέφτουν. Έμοιαζε να είναι διαρκώς κουρασμένη και δεν μπορούσε να φάει τίποτα. Είχε χάσει κιλά και σιγά σιγά έμοιαζε να χάνει και την όρεξη που είχε για ζωή. Η θεία μου πέρασε την πόρτα του μικρού δωματίου όπου βρισκόταν η μητέρα μου και με πλησίασε. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάγουλα μου στα ρούχα που φορούσα. Εκείνη μου τα σκούπισε ώστε να μην με δει η μητέρα μου σε αυτό το χάλι όταν θα ξυπνούσε. Ποιος να ήξερε άραγε και πότε θα ξυπνούσε αφού οι μέρες και οι νύχτες είχαν γίνει το ίδιο για εκείνη. Η θεία μου ακούμπησε το χέρι της πάνω στο δικό μου και της μητέρας μου. Τα χάιδεψε απαλά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μου δώσει θάρρος για όλα όσα επρόκειτο να συμβούν. Οι γιατροί άλλωστε δεν μας έδιναν ελπίδες για την αποθεραπεία της. Το κακό δεν θα αργούσε να έρθει. Το μοναδικό που την κρατούσε στην ζωή ήταν η θέληση της να μείνει δίπλα μου. Ο φόβος της να μην μείνω ορφανή.

«άγγελε μου πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς. Θα μείνω εγώ με τη μητέρα σου εδώ. Μην ανησυχείς. Έλα ξανά το βραδάκι...» κοίταξα την θεία μου. Όσο και αν δεν ήθελα να φύγω από το πλευρό της μητέρας μου δεν άντεχα να μείνω άλλο κλεισμένη στους μουντούς και καταθλιπτικούς τοίχους του νοσοκομείου. Χρειαζόμουν μια δίοδο διαφυγής. Έτσι σηκώθηκα, αγκάλιασα τη θεία μου και κοίταξα τη μητέρα μου για μια τελευταία φορά. Βγήκα από το δωμάτιο της σχεδόν τρέχοντας. Χρειαζόμουν αέρα. Βγήκα από το νοσοκομείο και στάθηκα στον κρύο, χειμωνιάτικο καιρό της Θεσσαλονίκης. Οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν στο πρόσωπο μου και εγώ σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό κοιτάζοντας τα σύννεφα. Είχα την ανάγκη να νιώσω ζωντανή. Είχα την ανάγκη για μερικές ώρες να μην νιώθω τόσο κοντά στον θάνατο.

Έκανα μερικά βήματα και έστριψα στο πρώτο στενό δεξιά. Η μεγάλη κυβικών μηχανή που γνώριζα καλά ήταν σταματημένη σε εκείνο το σημείο. Ο ιδιοκτήτης της στεκόταν ακουμπισμένος σε εκείνη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του περιμένοντας με. Δεν χρειάστηκε να του πω κάτι. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον φίλησα. Εκείνος με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του και γρήγορα ένιωσα την ανάσα μου να χάνεται από το βάθος των χειλιών του.

Ανέβηκα στη μηχανή και ξεκινήσαμε για το κέντρο της πόλης. Βρεθήκαμε πλάι στα κύματα με δύο μπουκάλια μπίρας. Απολαμβάναμε ο ένας την συντροφιά του άλλου χωρίς να μας ενδιαφέρει η παγωνιά. Και είχα τόσο ανάγκη να ζήσω στο έπακρον εκείνες τις μικρές στιγμές μακριά από το νοσοκομείο και την άρρωστη μητέρα μου.

Κλειδωμένα όνειρα (Βιβλίο 4ο)Место, где живут истории. Откройте их для себя