Κεφάλαιο 42ο

890 130 11
                                    

ΙΡΙΝΑ

Ο Αλεξέι Σριλίνκοφ πολύ γρήγορα είχε μετατραπεί σε ένα σκληρό και αδίστακτο άνδρα. Πλέον τα χαρακτηριστικά που αναγνώριζα στον θείο μου ήταν ελάχιστα με το πρόσωπο που συνήθιζα να ξέρω πριν την δολοφονία της οικογένειας μου. Και αυτό ίσως είναι και το σκληρότερο όλων, η αλήθεια ότι οι μάσκες πέφτουν αργά ή γρήγορα αποκαλύπτοντας το αληθινό πρόσωπο του κάθε ανθρώπου. Τον κοίταξα προσπαθώντας να μετριάσω το μίσος που ένιωθα μέσα μου να πυρακτώνει την καρδιά που είχε απομείνει στη θέση της παρά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας.

«Τελικά τον αρραβωνιάστηκες» σχολίασε έχοντας ένα παγωμένο βλέμμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Τα μάτια του σκορπούσαν τρόμο και ψύχρα γύρω του. Όμως πολλές ήταν οι γυναίκες που είχαν στραφεί προς το μέρος μας για να θαυμάσουν το αψεγάδιαστο πρόσωπο του και το σμιλεμένο σώμα του.

«Τον αγαπούσα πριν μπεις στη μέση και μας χωρίσεις» εκείνος γέλασε.

«Αν τον αγαπούσε πραγματικά Ιρίνα δεν θα τον άφηνες τότε. Και αν αυτός σε ήθελε στην ζωή του θα έφερνε τον κόσμο ανάποδα για να σε βρει. Έτσι κάνουν εκείνοι που αγαπούν πραγματικά. Προτιμούν να πεθάνουν από το να ζήσουν μια ώρα χώρια από τον αγαπημένο τους...»

«Και τι ξέρεις εσύ από αγάπη;» του πέταξα κάνοντας τον να νιώσει ίσως για πρώτη φορά ένα ίχνος συναισθήματος το οποίο ανέβηκε στα μάτια του.

Ήταν έτοιμος να απαντήσει όταν από κάποιο σημείο της αίθουσας απέναντι μου, τράβηξε την προσοχή μου ο Νίκος. Ο θείος μου σαν να κατάλαβε ότι η προσοχή μου ήταν στραμμένη αλλού πήρε ένα ποτήρι ουίσκι από τον σερβιτόρο και περίμενε υπομονετικά να στρέψω το βλέμμα μου ξανά σε εκείνον.

«Λοιπόν θείε γιατί βρίσκεσαι εδώ;» τόλμησα να ρωτήσω.

«Γιατί γνωρίζω ότι βρίσκεσαι κοντά στα ίχνη της κόρης της Νατάσας. Και πρέπει να την βρω. Οι Μαντάδες ήταν το κλειδί από την αρχή και τώρα που πρακτικά γίναμε μια οικογένεια...»

«Φυσικά. Αφού δεν τα κατάφερε ο Ιγκόρ εμφανίστηκες εσύ να αποτελειώσεις αυτό που ξεκίνησε...»

«Με αδικείς Ιρίνα. Με αδικείς» πρόλαβε να πει πριν ο Νίκος εμφανιστεί στο πλάι μου.

«Ενοχλώ;» ρώτησε τότε εκείνος. Ο θείος μου χαμογέλασε σαν να περίμενε να εμφανιστεί κάποιος από την οικογένεια Μαντά.

Κλειδωμένα όνειρα (Βιβλίο 4ο)Where stories live. Discover now