Κεφάλαιο 17ο

964 138 10
                                    

ΝΑΤΑΛΙΑ

Ο ήλιος έπεφτε καυτός πάνω στο σώμα μου. Τα ακάλυπτα άκρα μου τον καλοδέχονταν με λαχτάρα. Τα μαλλιά μου ήταν πίσω ριγμένα και στηριζόμουν στους αγκώνες των χεριών μου. Δίπλα μου η Μαριλένα και η υπόλοιπη παρέα μου απολάμβαναν το καλοκαίρι που ξεκινούσε. Είχε περάσει μόλις ένας μήνας από εκείνη τη δεξίωση που άλλαξε μια για πάντα την ζωή μου και ένιωθα πως όλα όσα μου συνέβαιναν ήταν απλώς ένα όνειρο. Ο ήχος μιας μπάλας μπάσκετ που έσκαγε στο γήπεδο μπροστά μου με έβγαλε από την ονειροπόληση μου γρήγορα. Ήπια μια γουλιά από τον μισοτελειωμένο καφέ μου και παρατήρησα τα καλοσχηματισμένα σώματα των συμμαθητών μου που έπαιζαν μπάσκετ. Ο Θάνος Ιακωβίδης μου έκλεισε το μάτι καθώς πέρασε από μπροστά μου και πήρε την μπάλα στα χέρια του. Χαμογέλασα συνεπαρμένη από την προσοχή που έδειχνε να έχει τοποθετημένη όλο αυτό το διάστημα πάνω μου αναρωτώμενη γιατί το χαμόγελο του δεν με έκανε να νιώθω όπως ένα βλέμμα του Φίλιππου. Κακή σκέψη αυτή όμως. Έτσι την έδιωξα στο πίσω μέρος του μυαλού μου μέχρι που το αμάξι της Αριάδνης σταμάτησε στο πάρκινγκ του σχολείου. Εκείνη με ειδοποίησε γρήγορα με ένα μήνυμα και βρέθηκα σύντομα να αποχαιρετώ τους φίλους μου με την υπόσχεση να φύγω το βράδυ νωρίς από το οικογενειακό δείπνο και να τους συναντήσω. Μια υπόσχεση που γνώριζα ότι θα πραγματοποιούνταν αφού κανείς από την οικογένεια Μαντά δεν φαινόταν να μου χαλάει κάποιο ιδιαίτερο χατίρι μεταμορφώνοντας με σε τόσο μικρό διάστημα σε πρώτης τάξεων κακομαθημένη έφηβη.

Μπαίνοντας στην θέση του συνοδηγού παρατήρησα την Αριάδνη να με κοιτάζει χαμογελαστή. Τα ρούχα της ειδικά ταιριασμένα έτσι ώστε να καλύπτουν την μικρή κοιλίτσα που είχε αρχίσει ήδη να δημιουργείται από την εγκυμοσύνη της ταίριαζαν γάντι. Ακόμη ένα αναπάντητο ερώτημα. Ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού της και το κυριότερο όλων που βρισκόταν; Μπορούσα να καταλάβω ότι υπήρχαν φορές που εκείνη χανόταν στις σκέψεις της όντας εξαιρετικά θλιμμένη με κομμάτια του παρελθόντος της που αγνοούσα όμως προσπαθούσε να δείχνει χαρούμενη.

«Πως ήταν λοιπόν η τελευταία μέρα σχολείου;» ρώτησε εκείνη και εγώ δεν μπόρεσα παρά να της χαρίσω το πιο όμορφο χαμόγελο μου για τις καλοκαιρινές διακοπές που είχαν ξεκινήσει ήδη. Η μηχανή άναψε γρήγορα και το αμάξι πετάχτηκε έξω από το κολλέγιο στους άδειους από κίνηση δρόμους των προαστίων.

Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι που το αμάξι σταμάτησε ξανά. Αυτή τη φορά σε ένα μέρος που αναγνώριζα καλά αν και είχα βρεθεί μονάχα μια φορά. Ήταν το Black Rose. Εκείνη άνοιξε την πόρτα της παιχνιδιάρικα και βγήκε έξω από το αμάξι περιμένοντας με να την ακολουθήσω.

Κλειδωμένα όνειρα (Βιβλίο 4ο)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora