Κεφάλαιο 18ο

897 120 9
                                    


7 ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ

Το ελαφρύ θρόισμα των κουρτινών με έβγαλε από τον βαθύ λήθαργο στον οποίο βρισκόμουν. Άνοιξα τα μάτια έχοντας βαθιά χαραγμένη μέσα μου την τελευταία ανάμνηση της χθεσινής νύχτας. Η εικόνα της Ιρίνας πλημύρισε το μέσα μου στέλνοντας ρίγη στο σώμα μου. Οι ελαφρές ακτίνες του ήλιου ακουμπούσαν το σώμα της καθώς τα μαύρα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα γύρω της δημιουργώντας μια βεντάλια περιμετρικά του κεφαλιού της. Η λευκή επιδερμίδα της ήταν αψεγάδιαστη και με καλούσε να της χαρίσω ακόμη ένα φιλί. Εκείνη κουνήθηκε ανάλαφρα από το άγγιγμα των χειλιών μου και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά μου. Η στιγμή εκείνη ήταν μαγική. Ο ήλιος όμως είχε υψωθεί ψηλά στον ουρανό και οι στιγμές που μοιραστήκαμε έφταναν στο τέλος τους. Τουλάχιστον μέχρι να καταφέρναμε να θέσουμε ένα τέλος στην ιστορία με την Βερόνικα. Είχαμε θέσει και οι δύο τους στόχους μας και έως ότου καταφέρναμε να φτάσουμε στην λωρίδα τερματισμού δεν θα τους θέταμε σε κίνδυνο.

Τα καταγάλανα μάτια της άνοιξαν κλειδώνοντας με τα δικά μου. Χαμογέλασε. Το χέρι μου την τράβηξε πιο κοντά μου μηδενίζοντας την ελάχιστη απόσταση που υπήρχε ανάμεσα μας. Εκείνη ξαφνικά σταμάτησε να κουνιέται και με κοίταξε σοβαρή.

«Το ακούς;» ρώτησε. Προσπάθησα να ακούσω εκείνο που την είχε θορυβήσει. Όμως αυτό που επικρατούσε γύρω μας ήταν η απόλυτη ησυχία.

«Δεν ακούω τίποτα» απάντησα έπειτα από αρκετά λεπτά.

«Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα» γκρίνιαξε και σηκώθηκε όρθια πετώντας από πάνω της το σεντόνι που την σκέπαζε. Χωρίς να νιώσει ντροπή για το γυμνό κορμί της πέρασε πρόχειρα πάνω της μια από τις μπλούζες που είχα πεταμένες πάνω σε μια καρέκλα και άνοιξε την πόρτα του δωματίου μου. Βγήκε τρέχοντας στον διάδρομο και κοίταξε πρώτα αριστερά και έπειτα δεξιά. Σηκώθηκα όρθιος ακολουθώντας τις κινήσεις της.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησα ατάραχος.

«Σκέψου λίγο τι δεν συμβαίνει. Κάθε πρωί η Μαρία μαγειρεύει στην κουζίνα πρωινό για όλους μας. Η Αριάδνη βάζει τη μουσική στη διαπασών και ο Νέιθαν παίζει με τα ηλεκτρονικά του παιχνίδια. Και κάθε μέρα διαμαρτύρεσαι ότι κάποιος από όλους αυτούς σε ξύπνησε. Σου μυρίζει κάτι τώρα; Ακούς κάτι μήπως; Η απόλυτη ηρεμία. Είναι σαν να βρισκόμαστε μόνο οι δύο μας στο σπίτι...» σκεπτόμενος τα λόγια της έτρεξα στο δωμάτιο της Αριάδνης ανοίγοντας την πόρτα. Ήταν άδειο. Το κρεβάτι της ήταν στρωμένο και πάνω του βρισκόταν μια στοίβα ρούχων που είχε δημιουργηθεί καθώς εκείνη δοκίμαζε χθες το βράδυ το κατάλληλο φόρεμα για την δεξίωση, στην οποία θα παρευρισκόμασταν. Επέστρεψα στο δωμάτιο μου σε μια προσπάθεια να διατηρήσω την ηρεμία μου αλλά το χέρι μου έτρεμε καθώς έψαχνα να βρω το όνομα της ξαδέρφης μου στις επαφές του τηλεφώνου μου. Και το χειρότερο ήρθε μερικά λεπτά αργότερα όταν μια φωνή με ενημέρωνε ότι το κινητό της ήταν απενεργοποιημένο.

Κλειδωμένα όνειρα (Βιβλίο 4ο)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora