Κεφάλαιο 20ο

925 128 4
                                    

ΑΡΙΑΔΝΗ

7 ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ

Κατέβασα το κεφάλι μου προς το πάτωμα και σήκωσα τον αγκώνα μου προς το σκονισμένο παράθυρο της γωνίας. Γνώριζα ότι μου απέμεναν ελάχιστες στιγμές πριν το τέλος καθιστώντας τον λιγοστό αυτό χρόνο που είχα μείνει μόνη μου χωρίς κάποιον φύλακα μέσα στην αποθήκη ιδανικό για να δράσω. Κομμάτια από γυαλιά έπεσαν πάνω σε ένα στρώμα που ήταν πεταμένο εκεί κοντά. Άρπαξα ένα από αυτά γρήγορα και προσπάθησα να κόψω τα σχοινιά με τα οποία τα χέρια μου ήταν δεμένα στο πίσω μέρος του σώματος μου. Αίμα ξεκίνησε να τρέχει από τα χέρια μου ωστόσο δεν ήταν δυνατό να με σταματήσει. Μικρές σταγόνες αυτού έσταζαν στο πάτωμα αφήνοντας πίσω τους έναν ενοχλητικό θόρυβο.

Λίγο πριν η Βερόνικα μπει ξανά στο χώρο όπου με είχαν πεταμένη έπεσα με δύναμη σε μια γωνία της αποθήκης προσποιούμενη την κοιμισμένη. Ένας από τους άντρες που είχε δίπλα της με σήκωσε με δύναμη από το πάτωμα και εγώ ευχήθηκα να μην παρατηρούσε το κομμένο σκοινί πίσω μου. Το βλέμμα μου όμως γρήγορα έπεσε πάνω σε δύο από τους άντρες της Εμμανουέλλας που άδειαζαν δύο μπιτόνια με βενζίνη, όπως μπόρεσα να μυρίσω στην αποθήκη. Την κοίταξα έκπληκτη προσπαθώντας να κατανοήσω σε κάποιο βαθμό το σχέδιο της. Εκείνη κοίταξε τον άντρα που με κρατούσε.

«Βρίσκονται στην περίμετρο. Είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Πάρε την» εκείνος προσπάθησε να με απομακρύνει ακολουθώντας την Βερόνικα καθώς οι άλλοι δύο συνέχιζαν την δουλειά τους. Όμως δεν του το επέτρεψα. Μι κίνηση στάθηκε ικανή για τον κάνει να πέσει στο πάτωμα. Και στην συνέχεια επιτέθηκα στην Βερόνικα. Εκείνη δεν φάνηκε να εκπλήσσεται. Αντιθέτως αμύνθηκε στην εντέλεια. Φαινόταν να έχει προπονηθεί για αυτή ακριβώς τη στιγμή από την τελευταία φορά. Ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις τεχνικές που μας είχε μάθει η Ιφιγένεια όλα αυτά τα χρόνια έτσι σύντομα βρέθηκε ηττημένη στο πάτωμα. Δύο μπουνιές και τρεις κλωτσιές ήταν αρκετές για να την ακινητοποιήσουν. Τότε εκείνη με μια κίνηση ετοιμάστηκε να βγάλει ένα όπλο. Ή τουλάχιστον έτσι υπέθεσα αφού από τα χέρια της βγήκε ένας αναπτήρας την στιγμή που ένιωσα χέρια πίσω μου να με κρατάνε.

«Ελπίζω να θυμάσαι τις τελευταίες στιγμές που μοιράστηκες με την οικογένεια σου» είπε εκείνη καθώς σηκωνόταν «γιατί σύντομα θα παγιδευτούν εδώ μέσα σαν τα ποντίκια ψάχνοντας εσένα. Και τότε... ΜΠΟΥΜ» το γέλιο της αντήχησε σε όλο το δωμάτιο και εγώ προσπάθησα να την ορμήσω με λύσσα όμως τα δεσμά μου ήταν πιο δυνατά. Ο αναπτήρας έπεσε στο έδαφος και όλο το μέρος τυλίχτηκε στις φλόγες. Δάκρυα βρήκαν διέξοδο από τα μάτια μου καθώς κοιτούσα το θέαμα ανήμπορη να δράσω. Οι άντρες της Βερόνικα με τράβηξαν έξω από την αποθήκη καθώς εκείνη παρέμεινε σε κάποιο ασφαλές σημείο εκεί κοντά όπου θα μπορούσε να ευχαριστηθεί τον θάνατο του κάθε μέλους της οικογένειας μου...

Κλειδωμένα όνειρα (Βιβλίο 4ο)Where stories live. Discover now