Κεφάλαιο 35ο

849 127 7
                                    

3,5 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

ΝΑΤΑΛΙΑ

Το κουδούνι του σχολείου ήχησε γλυκά στα αυτιά μου. Έστρεψα το κεφάλι μου δεξιά, στην καλύτερη μου φίλη χαμογελώντας της. Οι συμμαθητές μας γρήγορα μάζεψαν τα βιβλία τους αδιαφορώντας για τα τελευταία λόγια της καθηγήτριας πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων. Αναστέναξα ευτυχισμένα στη σκέψη ότι τις επόμενες δύο εβδομάδες θα τεμπέλιαζα ανενόχλητη δίχως τη γκρίνια της μητέρας μου, η οποία θα απαιτούσε να διαβάσω επιμελώς για την επόμενη μέρα του σχολείου. 

Η Μαρία και εγώ βγήκαμε από την τάξη ακολουθώντας τους συμμαθητές μας προς τον προαύλιο χώρο. Φωνές και γέλια μας περιέβαλλαν. Μια ομάδα κοριτσιών μιας τάξεως μικρότερης της δικής μας, β' γυμνασίου, έκαναν ένα πηγαδάκι δίπλα μας και ξεκίνησαν να σχολιάζουν χαχανίζοντας τρία αγόρια που θα περνούσαν από μπροστά μας σε μερικά λεπτά. Για την ακρίβεια δεν ήταν τρία οποιαδήποτε αγόρια, ήταν τα αγόρια. Τα αγόρια εκείνα που κάθε θηλυκό ήθελε να βρεθεί δίπλα τους, κάθε κορίτσι του γυμνασίου και του λυκείου επιζητούσε την προσοχή τους. Ένα βλέμμα τους έφερνε την καταστροφή αφού υπόσχονταν με αυτό επικίνδυνες απολαύσεις. Εκείνοι γνωρίζοντας την επίδραση που ασκούσαν στους γύρω τους πέρασαν από μπροστά μας σαν να τους ανήκε το σχολείο και όχι σαν να ήταν απλώς τρεις μαθητές της β' λυκείου. Παρακολούθησα το θέαμα όχι μαγεμένη όπως κάθε άλλη κοπέλα δίπλα μου αλλά απελπισμένη που τρία άτομα σαν εκείνους, τρεις επικίνδυνοι κακοποιοί αφού ήταν γνωστό στο παρασκήνιο ότι συμμετείχαν σε μια από τις μεγάλες συμμορίες της πόλης, μπορούσαν να λατρεύονται με αυτό τον τρόπο από αφελή κοριτσάκια. Και τότε ο μεσαίος έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου. Τα μάτια του κλείδωσαν με τα δικά μου και ρίγη διαπέρασαν την ραχοκοκαλιά μου. Όμως δεν ήμουν διατεθειμένη να κατεβάσω τα δικά μου. Ξεπέρασα γρήγορα όλα όσα πίστεψα ότι ένιωσα και αποχαιρέτησα τη φίλη μου παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής. 

Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού μου η γλυκιά μυρωδιά των Χριστουγεννιάτικων γλυκών που ετοίμαζε η μητέρα μου έφτασε στη μύτη μου. Μπήκα στην κουζίνα νιώθοντας το στομάχι μου να κλωτσάει από την λιγούρα. Γρήγορα άρπαξα ένα μελομακάρονο και το έχωσα στο στόμα μου. Η γεύση του ήταν ασύγκριτη. Τα σκούρα καστανά μάτια της μητέρας μου κουνήθηκαν καθώς έστρεψε το κεφάλι της για να με μαλώσει. Τα σκούρα καφετιά μάτια της με κοίταξαν εξεταστικά. Δεν άργησε όμως να μου χαμογελάσει. Με τη μητέρα μου μπορεί να ήμασταν χρωματικά όμοιες όμως τις περισσότερες φορές δεν μπορούσα να διακρίνω κάποια άλλη εξωτερική ομοιότητα μεταξύ μας. Και για να είμαι ειλικρινής ούτε στον χαρακτήρα. 

Μασουλώντας ακόμη το μελομακάρονο την πλησίασα φιλώντας την γλυκά στο μάγουλο. Τη στιγμή εκείνη πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού η αδερφή της μητέρας μου. Εκείνη έμενε στο διπλανό διαράκι και συνήθιζε να τρώει κάθε μεσημέρι μαζί μας. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς και η θεία μου ανερχόμενη ζωγράφος στην τοπική κοινωνία. Δεν θα μπορούσες να την πεις διασημότητα όμως κατάφερνε να βγάζει όσα χρειαζόταν και ίσως λίγα περισσότερα. 

Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή μου. Μια ήρεμη οικογένεια, πιστοί φίλοι, μέτριο διάβασμα για το σχολείο. Σε γενικές γραμμές ήμουν χαρούμενη ως παιδί και συνέχιζα να είμαι χαρούμενη και ως έφηβη. Εκείνη τη χρονιά όμως θα έμπαινα στα 15 και μαζί με αυτό και στο δράμα της εφηβείας. Εκείνο το μεσημέρι δεν είχα την παραμικρή ιδέα του τι επρόκειτο να συμβεί την χρονιά που θα ερχόταν στην ζωή μου και κυρίως στην οικογένεια μου. Αφού για τα επόμενα δύο χρόνια θα έχανα τα δύο μέλη της οικογένειας μου και θα πάλευα για να επιβιώσω. Θα πάλευα για να καταφέρω να κρατηθώ στην ζωή ακόμη και όταν κάθε φωνή μέσα μου ούρλιαζε πως είχε έρθει η ώρα να φύγω... μακριά. Να ξεγλιστρήσω από την πραγματικότητα που με περιέβαλλε και να πετάξω μακριά ψάχνοντας τη μητέρα μου και την θεία μου. Τα μοναδικά στηρίγματα που είχα γνωρίσει μέχρι τότε... Όμως δεν το έκανα ποτέ. Έμαθα να στηρίζομαι στα δικά μου πόδια...

ΠΑΡΟΝ

Δεν ήξερα γιατί είχε επιστρέψει εκείνη η μέρα στο κεφάλι μου. Εκείνη ήταν η αρχή του δρόμου που με οδήγησε στο μονοπάτι που βαδίζω τώρα. Όμως ήταν και κάτι άλλο. Ήταν η αρχή του να καταφέρω να μάθω να στηρίζομαι στα πόδια μου. Να μάθω να αγαπάω τον εαυτό μου, να τον προσέχω και να θέλω να κρατηθώ στην ζωή με κάθε δύναμη. 

Σκέφτηκα τον Φίλιππο. Τα χαρακτηριστικά του καθώς εκείνος με έδιωχνε από δίπλα του. Μπορεί να ήμουν μικρή όμως γνώριζα τι σήμαινε η λέξη αγάπη. Όπως επίσης γνώριζα ότι με τον Φίλιππο δεν ήμουν απλώς ερωτευμένη, αλλά τον αγαπούσα δίχως αμφιβολία. Και αυτός ήταν και ο λόγος που δεν θα σταματούσα να παλεύω για εκείνον. Καμία δεν θα μπορούσε να νιώσει για εκείνον όπως εγώ και εκείνος με χρειαζόταν. Το έβλεπα στα μάτια του. Όμως προς το παρόν θα του έδινα εκείνο που είχε ανάγκη. Θα έμενα μακριά του ηρεμώντας την ψυχή του και θα επούλωνα μια μια τις πληγές μου μέχρι που κάποια στιγμή θα ήμουν ενήλικη. Μέχρι που κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τα θέλω μας ως ανήθικα. Έτσι κρατήθηκα σε εκείνη τη σκέψη και σηκώθηκα από το παγκάκι που καθόμουν. 

Το σκοτάδι που ήταν απλωμένο γύρω μου όταν κρύφτηκα σε εκείνη την πλατεία είχε δώσει πλέον τη θέση του στο γλυκό ξημέρωμα.  Το φως που ξεκίνησε να απλώνεται διάχυτο γύρω μου μου χάρισε την ελπίδα που χρειαζόμουν για να γυρίσω στην έπαυλη Μαντά και να προσποιηθώ ότι η καρδιά μου δεν είχε ραγίσει. Και θα έπαιζα τον ρόλο μου άψογα. Ήμουν αποφασισμένη για αυτό...

Κλειδωμένα όνειρα (Βιβλίο 4ο)Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ