Κεφάλαιο 12 : Κίραν

59 11 6
                                    


   Τρέχω γρήγορα στο δωμάτιο του, όμως δεν είναι εκεί. Τρέχω στο δικό μου δωμάτιο και καλώ από το κινητό μου το μοναδικό άτομο που θα ξέρει την απάντηση σε αυτό το πρόβλημα. Δεν απαντά. Κάτι σοβαρό πρέπει να συνέβη, εκείνος πάντα απαντά στα τηλεφωνήματα μου. Ντύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ, τρέχω στο σπίτι της Μέλια και την σηκώνω αγκαλιά. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε για το γυμναστήριο. Η τελευταία μου ελπίδα είναι να τον βρω εκεί.

Την εκατοστή φορά που καλώ στον αριθμό του, απαντά.

«Ω! Αδερφούλη! Τι τιμή είναι αυτή πρωί πρωί;»

«Πού είσαι;»

«Τι έγινε; Σου έλειψα;»

«Ζακ, που είσαι; Είναι σημαντικό».

«Α! Βλέπω ανακάλυψες γρήγορα το δώρο μου».

«Δώρο; Ποιο δώρο; Πες μου πού είσαι, έχουμε πρόβλημα σου λέω. Μας βρήκαν!»

«Μην ανησυχείς μικρέ, κανείς δεν μας βρήκε. Τουλάχιστον όχι ακόμη».

«Τότε πώς;»

«Πώς η μικρή σου φίλη έγινε, ας το πούμε, μια άλλη;»

«Ζακ! Εσύ!»

Το έκλεισε! Έχω φτάσει σχεδόν στο γυμναστήριο και εκείνος πρέπει ήδη να το ξέρει.

Σε λίγο θα τον έχω μπροστά μου και ... και τι;

Ήμουν έξαλλος μαζί του αλλά γνώριζα καλύτερα από τον καθένα, πως αν ερχόταν η στιγμή να πιαστούμε στα χέρια δεν είχα καμία πιθανότητα εναντίον του. Ασκούμαι τακτικά αλλά όχι όπως αυτός, και με τις δικές του ικανότητες δεν θα προλάβαινα ούτε να τον πλησιάσω. Κάτι θέλει, για αυτό ασχολήθηκε με την Μέλια. Κατάλαβε ότι μου αρέσει και κατέληξε στο μοναδικό σχέδιο που θα μπορούσε ποτέ να με κάνει να τον ακούσω.

Ζήτησα από την Μέλια να μείνει στο αυτοκίνητο και κλείδωσα τις πόρτες. Είχε έρθει η ώρα να τον αντιμετωπίσω.

«Αδερφούλη; Πώς από δω;» με πλησιάζει, προσποιούμενος ότι θέλει να με κάνει αγκαλιά.

«Ζακ, νόμιζα ότι μας βρήκαν! Και τελικά ο ένοχος είσαι εσύ;» πλησιάζω χωρίς να ασχοληθώ με τα παρατεταμένα του χέρια.

«Τόσο λίγη εμπιστοσύνη μου έχεις; Είναι δυνατόν να μας είχαν πλησιάσει και να μην το είχα καταλάβει, εγώ;» λέει κατεβάζοντας τα χέρια του.

«Τι έκανες;», ρωτάω μέσα από τα σφιγμένα μου δόντια.

«Ό,τι χρειάζεται για να σε σώσω», λέει αδιάφορα και φεύγει προς το . Τρέχω πίσω του και του κλείνω την πόρτα πριν προλάβει να μπει μέσα.

«Δεν καταλαβαίνεις; Με καταδικάζεις ηλίθιε! Δεν με σώζεις!», φωνάζω χτυπώντας την γροθιά μου στην ξύλινη πόρτα. Νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί από θυμό.

«Κι όμως! Όταν σταματήσεις τα πείσματα και ακούσεις το σχέδιο μου θα καταλάβεις ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή», λέει εκείνος σιγανά.

«Και η Μέλια τι φταίει; Γιατί την μπλέκεις στις δικές μας υποθέσεις;»

«Παράπλευρη απώλεια».

«Θα σε σκοτώσω!» τον έσπρωξα με όση δύναμη είχα. Σχεδόν δεν κουνήθηκε από την θέση του. Του έριξα μπουνιά ή τουλάχιστον προσπάθησα γιατί εκείνος έκανε απλώς ένα βήμα στο πλάι και την απέφυγε.

Έβαλε τα γέλια.

«Ο μικρός Κίραν μεγάλωσε και απειλεί τον αδερφό του», είπε καθώς με έκανε στην άκρη για να μπει στο γραφείο του. «Κάνε ότι νομίζεις, αλλά έτσι η φιλενάδα σου δεν θα έχει καμία ελπίδα να εξανθρωπιστεί», είπε αδιάφορα ενώ κοιτούσε τα βιβλία του.

Κατέβασα το κεφάλι. Δεν είχα καμία ελπίδα να τον κάνω να με ακούσει. Μπήκα στο γραφείο. Ένιωθα πάλι δέκα ετών, τότε που ήθελα να παίξω μπάλα με τους φίλους μου και εκείνος με μάλωνε ότι αυτά δεν είναι για μένα. «Δεν μπορείς να παρεκκλίνεις από τον στόχο», έλεγε πάντα.

Κάθισα στον καναπέ  . Το κεφάλι μου βούιζε. Το έπιασα με τα χέρια μου και το κατέβασα ανάμεσα στα γόνατα.

«Τι πρέπει να κάνω;» είπα μέσα από σφιγμένα δόντια λίγα λεπτά αργότερα.

«Το ήξερα ότι θα μπορούσουμε να συνεννοηθούμε επιτέλους», είπε εκείνος.

Δεν τον κοιτούσα αλλά ένιωσα το θριαμβευτικό του χαμόγελο. Ήμουν καταδικασμένος να ακολουθήσω ένα σχέδιο εκδίκησης που δεν με αφορούσε και αρνιόμουν να συμμετέχω από τότε που μου το ανακοίνωσε.


Μικρό το ξέρω! Αλλά σημαντικό...

Το επόμενο σε λίγες μέρες...

Melia's storyDonde viven las historias. Descúbrelo ahora