[6] Βροχή

476 71 43
                                    

Είναι κάποιες φορές που το μυαλό μου ξυπνάει κι αποφασίζει να στείλει στο συνειδητό μου μνήμες που είχα καταφέρει να καταπνίξω. Να τις καταχώσω στην άκρη του νου μου και να τις βυθίσω στον πάτο της ασυνειδησίας μου. Κι εκεί που μπορεί να είμαι απασχολημένη με κάποια δραστηριότητα που απαιτεί την πλήρη προσοχή μου, οι θύμισες ξεχύνονται και με πνίγουν.

Ένα πρωί, Δευτέρα πρέπει να ήταν, ενώ πήγαινα στο σχολείο μαζί με την Ήβη, την χτύπησε μοτοσικλέτα. Δεν έχουμε φανάρι κοντά στο σπίτι για να περάσουμε απέναντι, και το ύψος του γυμνασίου όπου ήμασταν εγγεγραμμένες δεν ευνοούσε μια παράκαμψη προς την πλησιέστερη διάβαση. Έτσι περνούσαμε έναν δρόμο διπλής κατεύθυνσης, που συγκέντρωνε πολλή κίνηση τις ώρες αιχμής όπως στις οκτώ παρά δέκα που τον διαβαίναμε, για να φτάσουμε στο απέναντι πεζοδρόμιο χωρίς να χάσουμε χρόνο.

Εκείνη την ημέρα, κι ενώ τον διασχίζαμε όσο τα αυτοκίνητα ήταν κολλημένα στο μποτιλιάρισμα, έτυχε η Ήβη να στέκεται στ' αριστερά μου και πιο μπροστά από 'μένα. Έκανε να προβάλλει το κεφάλι της από το όχημα που μας μπλόκαρε τη θέα προς τον υπόλοιπο δρόμο, και, πριν προλάβει καν να βλεφαρίσει, μια μηχανή ξεπετάχτηκε από του πουθενά και την χτύπησε στα πλευρά. Η σύγκρουση ήταν τόσο δυνατή, που η ορμή της πέταξε την Ήβη ενάμιση μέτρο μακριά. Τα γυαλιά της έφυγαν από το πρόσωπό της και τινάχτηκαν ακόμη μακρύτερα. 

Κι εγώ στεκόμουν εκεί, να την κοιτάζω εμβρόντητη να σωριάζεται στην άσφαλτο στα τέσσερα. Φορούσε μια κορδέλα για να κρατάει τα μαλλιά της μακριά από το πρόσωπο και ήταν χωμένη μέσα στο αγαπημένο της κίτρινο μπουφάν. Με το που άγγιξε το έδαφος σηκώθηκε όρθια ξανά χωρίς να χάσει χρόνο, κι έτρεξε να μαζέψει τα γυαλιά της από την άκρη του κρασπέδου.

Η γυναίκα που οδηγούσε το όχημα που προηγουμένως μας έφραζε την εποπτεία του ρεύματος της καθόδου πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό της, και την θυμάμαι πολύ συγκεκριμένα να ρωτάει με ένταση και την φωνή της να τρέμει: «Κοπελιά, είσαι καλά;». Ο άντρας επάνω στην μηχανή σταμάτησε λίγο παρακάτω, την ρώτησε αν είναι καλά κι έφυγε. Δεν θυμάμαι αν όντως προσφέρθηκε να την πάει μέχρι το νοσοκομείο, ή αν έχω συγχύσει την ανάμνηση με την στιγμή που έμαθα ότι κανονικά θα έπρεπε να την εισάγει για εξετάσεις. Μπορεί να έχω μπερδευτεί, επειδή πληροφορήθηκα σχετικά μέσα στην ημέρα.

Οι γονείς μας ποτέ δεν έμαθαν για το συμβάν. Η Ήβη απλώς χτύπησε την ώρα της γυμναστικής. Δεν είμαι σίγουρη αν θα ήταν καλή ιδέα να τους το πούμε, ούτως ή άλλως. Ο πατέρας μου θύμωνε εύκολα, μπορεί να προσπαθούσε να μάθει ποιος το έκανε. Μπορεί να θύμωνε και μαζί μας, που δεν γυρίσαμε κατευθείαν στο σπίτι μετά το ατύχημα. Αν και πραγματικά δεν ξέρω τι θα γινόταν αν εν τέλει το μάθαιναν. Δεν θυμάμαι καλά πώς ήταν ο πατέρας μου σε κάτι τέτοια. Μπορεί να μην τον έχω ψυχολογήσει καλά, μπορεί να αντιδρούσε εντελώς διαφορετικά. Μπορεί, μπορεί μπορεί...

Ποτέ πιο ΜόνοιWhere stories live. Discover now