[9] Ο θάνατος της τρυφερότητας

379 62 30
                                    

Ήμουν ακόμη μισοκοιμισμένη όταν ο Σαμψών κι εγώ αποβιβαστήκαμε από το τραίνο. Αισθανόμουν τέτοια κούραση, που ξέχασα να τον ρωτήσω για το ρεβεγιόν. Χωριστήκαμε κάπως βιαστικά επειδή οι δικοί μας μας περίμεναν έξω από τον σταθμό. Τον είδα με την άκρη του ματιού μου να μένει για λίγο στην αγκαλιά του πατέρα του, κι έπειτα να χάνεται σκυθρωπός στη θέση του συνοδηγού του αυτοκινήτου τους.

Βολεύτηκα κι εγώ στο πίσω κάθισμα του δικού μας, κι αποκοιμήθηκα μέσα σε λίγα λεπτά με τη μυρωδιά του ακόμη ζωντανή επάνω στα ρούχα μου. Η μητέρα μου μού μουρμούρισε ότι είναι κι η Ήβη στο σπίτι, όμως εκείνη την ώρα δεν ήμουν σε θέση να επεξεργαστώ την πληροφορία. Εκτίμησα όμως το γεγονός ότι δεν έκανε ερωτήσεις.

Τώρα, βέβαια, θα προτιμούσα να είχα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο γεγονός ότι επέστρεψε και η Ήβη. Όχι μόνο επειδή μέσα μου το θέλω, αλλά και γιατί, αν επέμενα, θα μπορούσα να έχω γλιτώσει από την υποχρέωση του να περάσω τη νύχτα με τον Κρίστιαν.

Η αλήθεια είναι πως, παρόλο που αισθάνομαι τύψεις από το μπλέξιμο που μου έχουν προκαλέσει τα συναισθήματά μου για τον Σαμψών, τα οποία δεν έχω ακόμη καταλάβει ποια είναι - ή, χειρότερα, δεν έχω επιτρέψει στον εαυτό μου να τα διαβάσει και να τ' αναγνωρίσει -, δεν έχω όρεξη να τον δω. Τις τελευταίες φορές που μιλήσαμε στο τηλέφωνο ήταν ευχάριστος, ρωτούσε για μένα, η ώρα πέρασε γρήγορα. Όμως νιώθω ότι τώρα, μετά απ' όλα όσα έμαθα κι έζησα στο στρατόπεδο, μας χωρίζουν ακόμη περισσότερα πράγματα απ' όσα μας απωθούσαν πριν. Αισθάνομαι πως δεν μπορώ να συνεννοηθώ μαζί του, πως δεν με καταλαβαίνει, πως δεν με σκέφτεται.

Δηλαδή... Πέρασα δώδεκα ώρες στο τραίνο το περασμένο βράδυ. Μπορεί να κοιμήθηκα, και μάλιστα αρκετά, όμως νιώθω μια κούραση τόσο εξουθενωτική, που φτάνει ως το μεδούλι μου. Όμως εκείνος δεν φαίνεται να συγκινείται από την κόπωσή μου. Θεωρεί πως είμαι σε θέση να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις που έχει από 'μένα, ακόμη και με το μυαλό μου να έχει γίνει σάλτσα από την κούραση. «Θα έχουν τραπέζι οι γονείς μου» μου είπε όταν μιλήσαμε. «Δεν μπορείς να το χάσεις».

Το συζήτησα με τη μητέρα μου, και που είπε κι εκείνη ότι θα ήταν σωστό να παραστώ στο δείπνο. Άλλωστε η Ήβη θα μείνει στο σπίτι όσο κι εγώ, και θα έχω όλες τις υπόλοιπες ημέρες για να ξεκουραστώ. Αυτή η μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει. Θα είμαι ελεύθερη στις υπόλοιπες διακοπές μου.

Σέρνω τα βήματά μου - σχεδόν κυριολεκτικά - μέχρι την κορυφή της ανηφόρας όπου κατοικεί ο Κρίστιαν Μπλοκ, και ρίχνω μια ματιά στο διώροφο σπίτι. Το έχουν στολίσει για τα Χριστούγεννα, και είναι κατάφωτο από τα λαμπιόνια που τυλίγουν τους κορμούς των δέντρων του κήπου και τις κουπαστές των μπαλκονιών. Ανοίγω την αυλόπορτα και με υποδέχεται το μεγάλο τους ντόμπερμαν, που με συμπαθεί πολύ κι ας είμαι γεμάτη γατότριχες από τα δικά μας κατοικίδια στο σπίτι.

Ποτέ πιο ΜόνοιOnde histórias criam vida. Descubra agora