[14] Άπνοια

318 58 22
                                    

Ο Συνταγματάρχης επιμένει να επαναλαμβάνει πως η εμμονική προσκόλληση στο στρατόπεδο δεν είναι ένδειξη υγιούς μυαλού. Επαναλαμβάνει ακούραστα πως θέλει οι στρατιώτες του να έχουν τη δυνατότητα διατήρησης μιας κάποιας προσωπικής ζωής, που θα τους δίνει τη δύναμη να πολεμούν για να προστατεύσουν αυτά που χτίζουν και συντηρούν με το αίμα και την καρδιά τους. Επαναλαμβάνει, σαν προβληματική βελόνα πικάπ που αναγκάζει τον δίσκο από κάτω της να επιστρέφει ξανά και ξανά στο ίδιο σημείο, ότι το να θέλουμε να γυρίσουμε μια φορά το εξάμηνο στο σπίτι για να αναζωπυρώσουμε αυτά που αφήσαμε πίσω είναι απολύτως φυσιολογικό.

Αυτό δεν με ωθεί παρά να υποθέσω πως εκείνος είναι ευτυχισμένος στο δικό του οικείο περιβάλλον. Έχει μια σύζυγο που τον περιμένει σαν πιστός σκύλος φύλακας, πιθανώς και κάνα-δυο παιδιά να αδημονούν μαζί της για την επιστροφή του. Οι συγγενείς του καμαρώνουν για το πόστο και τα παράσημά του - και πώς να μην τον καμαρώνουν, δηλαδή; ίσα που πρόλαβε να σκαρφαλώσει στα πρώτα σκαλοπάτια της μέσης ηλικίας, και έχει ήδη θέση Συνταγματάρχη και αμέτρητες επιτυχίες στο πεδίο της μάχης -, και οι φίλοι του τον θαυμάζουν· ίσως να τον ζηλεύουν και λίγο. Τι άλλο θέλει; Ζει και ευημερεί μέσα στο πλέον ιδανικό περιβάλλον.

Αυτό που του διαφεύγει, ωστόσο, μέσα στην ουτοπία που έχει οικοδομήσει για τον εαυτό του, είναι το γεγονός ότι δεν μπορούν να είναι όλοι ευτυχισμένοι. Δεν μπορούν όλοι να ευδοκιμούν υπό ιδανικές συνθήκες πίσω στο σπίτι, που θα προκαλούν την νοσταλγία και την επιθυμία τους για επιστροφή όσο εκείνοι θα τρίβονται στο στρατόπεδο. Δεν μπορούν όλοι να έχουν αφήσει κάποιον αγαπημένο πίσω. Οι περισσότεροι εδώ, στο φινάλε, κατετάγησαν επειδή ήταν δυστυχισμένοι.

Όμως ο Συνταγματάρχης αρνείται να εξετάσει οποιαδήποτε οπτική πέραν της δικής του.

Κι έτσι εγώ κρατάω τώρα στα χέρια μου το επικυρωμένο χαρτί της υποχρεωτικής μου άδειας, που στην πραγματικότητα δεν θέλω καθόλου να αξιοποιήσω για να γυρίσω στην Αθήνα. Είναι μονάχα για ένα τριήμερο, όμως το στομάχι μου σφίγγεται και μόνο στην σκέψη. Γιατί, αν γυρίσω πίσω, θα πρέπει να δω τον Κρίστιαν.

Έχει ήλιο σήμερα, και σμίγω τα φρύδια μου μισοκλείνοντας τα μάτια για να προστατευτώ. Θα μπορούσα να φορέσω το πηλήκιό μου, όμως δεν το έχω μαζί μου. Είναι Κυριακή, και τις Κυριακές, φαντάζομαι για θρησκευτικούς λόγους, δεν το φοράμε. Σηκώνω το ελεύθερο χέρι μου και φέρνω την απλωμένη μου παλάμη πάνω από τα μάτια, κι αρχίζω να απομακρύνομαι με αργά βήματα από το μικρό, γκρίζο κτίσμα που στεγάζει τα διοικητικά γραφεία. Ρίχνω τέτοιες κατάρες στον Συνταγματάρχη από μέσα μου, που σιγά σιγά συνειδητοποιώ ότι έχω ανακαλύψει και καινούρια καντήλια μέσα στην αγανάκτησή μου.

Ποτέ πιο ΜόνοιWhere stories live. Discover now