Γλίτωσα στο τσακ την πρωινή γκρίνια. Η μητέρα μου κι ο σύντροφός της ήρθαν με το αυτοκίνητο για να με πάρουν από το σπίτι του Κρίστιαν γιατί άρχισε να ρίχνει χιονόνερο. Και μάλιστα αρκετά νωρίς. Στάθηκαν μπροστά από την αυλόπορτα μόλις στις επτά και μισή. Είχα πει στον Κρίστιαν ότι οκτώ το αργότερο θα έπρεπε να είμαι στον δρόμο, και το είχα γενικώς μεγάλο άγχος, γιατί με την γκρίνια του συνήθως με κρατάει τουλάχιστον μια ώρα παραπάνω, κι αυτό με βγάζει εντελώς εκτός προγράμματος. Και το μισώ να βγαίνω εκτός προγράμματος.
Έτσι, με την πρόφαση ότι λόγω των υποχρεώσεών τους για την ετοιμασία του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού δεν έπρεπε να καθυστερήσουν περισσότερο, με πήραν τηλέφωνο στις επτά για να αρχίσω να ετοιμάζομαι. Μόνο που δεν πέταξα από τη χαρά μου.
Ο Κρίστιαν προσπάθησε να με πείσει να μείνει κι άλλο λέγοντας ότι θα μπορούσαν να με γυρίσουν οι δικοί του με το αυτοκίνητο αργότερα, όμως υποστήριξα τόσο πως δεν θα μπορούσα να λείψω το πρωί από το σπίτι επειδή με χρειάζονται για τις ετοιμασίες, όσο κι ότι με ανάλογες προετοιμασίες θα έπρεπε να καταπιαστούν κι οι δικοί του γονείς· άρα, αν δεν με αναλάμβαναν οι δικοί μου, θα ξέμενα. Κι ευτυχώς τον έπεισα. Πράγμα σπάνιο, γιατί ποτέ δεν παραδέχεται τα λάθη του.
«Είσαι εντάξει, ομορφιά μου;» με ρωτάει η μητέρα μου όταν πέφτω βαριά στο πίσω κάθισμα.
«Ναι, όλα καλά» της λέω, κι ακούγομαι εύθυμη - ίσως γιατί πραγματικά είμαι· με βοήθησε να ξεφύγω από την γκρίνια του Κρίστιαν, τουλάχιστον μερικώς, ενώ θα είμαι σπίτι και τουλάχιστον μιάμιση ώρα νωρίτερα. «Απλώς δεν έχω κοιμηθεί καλά».
«Δεν πειράζει, θα πάμε σπίτι τώρα και θα κοιμηθείς όσο θέλεις. Σήκω ό,τι ώρα νιώσεις ξεκούραστη, το ξέρεις πως δεν μας πειράζει».
Της χαμογελάω πλατιά, κι ας ξέρω πως δεν με βλέπει από τη θέση του συνοδηγού. Η μητέρα μου είναι γενικώς πολύ εντάξει, πάντα. Και, ευτυχώς, η οικογένειά μας δεν είναι από εκείνες τις πυροβολημένες κρυόκωλες που ακολουθούν τις επιταγές της κοινωνίας κατά γράμμα. Σύμφωνα με τα πρέπει της κοινωνίας μας, τα οποία δυστυχώς πολλοί διατηρούν, οφείλαμε σήμερα να μαζευτούμε καμιά εξηνταριά άτομα - ή και παραπάνω, όσοι ζουν από το σόι μας και το σόι του Δημήτρη, του συντρόφου της μητέρας μου - και να περάσουμε μαζί ολόκληρη την ημέρα. Πράγμα αδιανόητο. Ενώ τώρα, με την πραγματικά καλή συνεννόηση που έχουμε, ο καθένας μένει στο σπίτι του και καλεί όποιους θέλει, αν θέλει. Και δεν αναγκάζει και τα παιδιά του να συμμετέχουν στις ετοιμασίες για το τραπέζι που οργάνωσε ένα άτομο, εκτός κι αν προσφερθούν από μόνα τους.
YOU ARE READING
Ποτέ πιο Μόνοι
Science Fiction«Έχεις νιώσει ποτέ την καρδιά σου να σπάει; Να χωρίζεται σε εκατοντάδες μικρά θραύσματα και να σκορπίζεται σ' ολόκληρο το κορμί σου, για να σε παραλύσει και να σε βουλιάξει και να σε πνίξει μέσα σε μια στιγμή μονάχα; Έχεις φανταστεί, ως συνέπεια αυτ...